Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Για μια απεργία διαρκείας_μέρος δεύτερο


Σε δύο μέρη παρουσιάζεται μια μακροσκελής ανάλυση της απεργίας των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης το 2006. Η επιλογή να παρουσιαστεί τώρα αυτό το αδημοσίευτο κείμενο έχει να κάνει με έναν βασικό λόγο: την αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης απεργιών διαρκείας τα επόμενα χρόνια λόγω της κρίσης. Φυσικά η συγκεκριμένη απεργία διαρκείας είναι ιδιαίτερη, όπως κάθε τέτοια απεργία π.χ. η απεργία διαρκείας των αλιεργατών της Ν.Μηχανιώνας που έλαβε χώρα φέτος (γράφεται ήδη ανάλυση και για αυτήν από ανθρώπους που την παρακολούθησαν από κοντά)


Το κείμενο, πέρα από το ότι προωθεί μια ανάλυση της ταξικής σύνθεσης των δασκάλων, αποτελεί μια αυτοβιογραφική εργατική μαρτυρία ενός απεργού και ήταν ενταγμένο σε ένα μεγαλύτερο σχέδιο, αυτό μιας εργατικής έρευνας με αγωνιζόμενους δασκάλους. Αν και πάρθηκαν πολλές συνεντεύξεις με συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο (και μάλιστα πολλές από αυτές απομαγνητοφωνήθηκαν), το σχέδιο δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί λόγω του φόρτου εργασίας των ανθρώπων που το "έτρεχαν". Βλέπετε δεν είμαστε ρομποτ, και μετά την απεργία του 2006, ο ταξικός πόλεμος άναψε για τα καλά (Β΄ φάση φοιτητικού κινήματος 2007, ασφαλιστικό 2007-2008, Δεκέμβρης 2008, ερχομός ΔΝΤ το 2009 κ.α.).


Αυτά τα λίγα.


Να σημειωθεί μόνο ότι το παράρτημα του κειμένου δεν μπόρεσε να αναρτηθεί, αλλά δεν αλλοιώνεται κάτι στην ουσία της ανάλυσης. Επίσης να επισημανθεί ότι το κείμενο ολοκληρώθηκε στην τελική του μορφή πριν δύο περίπου χρόνια, όταν ο συγγραφέας του δεν βρισκόταν πια μέσα στον χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης.


Για κάθε επικοινωνία, υπάρχει πάντα το mr_sun_light@yahoo.com


Υ.Σ. Για προσέξτε λίγο τα πόδια των απεργών δασκάλων στην φωτογραφία. Η απεργία δίνει φτερά!





Ε. Η 1η εβδομάδα: Ικανοποιητική αλλά παθητική συμμετοχή

Το ξεκίνημα της απεργίας ήταν αναπάντεχα καλό από συμμετοχή. Δευτέρα-Τρίτη υψηλά ποσοστά, 80%-90% σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ικανοποιητική παρουσία στην περιφέρεια. Σε αντίθεση με τα στοιχεία της ΔΟΕ, το υπουργείο Παιδείας έδωσε πανελλαδικά 59% τη Δευτέρα, 44,89% την Τρίτη[1]. Το Δευτεριάτικο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης μάζεψε λίγο κόσμο, περίπου 500 άτομα, μέτρια εικόνα και στην Αθήνα. Την Τετάρτη (34,22%) έγινε το πανελλαδικό συλλαλητήριο στην Αθήνα. Ο κόσμος δεν ήταν πάρα πολύς, 2 με 3 χιλιάδες και η καταρρακτώδης βροχή «διέλυσε» πρώτη την πορεία. Η αστυνομία έριξε εύκολα τα χημικά όταν φτάσαμε στα λουλουδάδικα της Βουλής (πριν κάνει οτιδήποτε η κεφαλή της πορείας), η πορεία κόπηκε στα δύο και ένα κομμάτι της κατευθύνθηκε προς τα Προπύλαια. Εκεί οι μπάτσοι πήγαν να κυκλώσουν το κομμάτι των διαδηλωτών, έκαναν ένα «δαχτυλίδι» γύρω τους που όλο έσφιγγε (τακτική που ακολουθούν τα ΜΑΤ σε Γερμανία, Αγγλία κτλ). Ζήτησαν από τους διαδηλωτές να κάτσουν κάτω (που ήταν βρεγμένα), αυτοί αρνήθηκαν, τελικά παρενέβησαν συνδικαλιστές και μήντια και ο κλοιός άνοιξε. Την Πέμπτη τα ποσοστά της απεργίας έπεσαν ακόμα περισσότερο (27,99%) και την Παρασκευή ανέβηκαν λίγο (31,15%).

Γιατί τα ποσοστά ήταν υψηλά Δευτέρα-Τρίτη αλλά σταδιακά υποχώρησαν προς το τέλος της εβδομάδας; Τι έδειχνε αυτό; Ο αγώνας ξεκίνησε δυναμικά τις 2 πρώτες μέρες, με μια υψηλή συμμετοχή που έγινε: α) λόγω του ότι κάποιοι σύλλογοι σε Αθήνα-Κρήτη ήταν πιο καλά προετοιμασμένοι για δυναμική συμμετοχή β) κυρίως λόγω της υποβόσκουσας δυσαρέσκειας της βάσης για την οικονομική της κατάσταση και για την κατάσταση στην εκπαίδευση, για την κατάσταση «απαξίωσης» αλλά και γ) επειδή αρκετοί δάσκαλοι σκέφτηκαν «ένοχα» να μην απεργήσουν 2 μέρες τουλάχιστον, όταν το συνδικάτο τους καλεί για 5μερη απεργία (και μάλιστα ένα σχετικά καλό κάλεσμα από άποψη προπαγάνδας, με γράμμα για τους γονείς, γράμμα για τους εκπαιδευτικούς, αφίσες, πανό κτλ. Όλα αυτά έγιναν κυρίως από τις Παρεμβάσεις και μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και αξίζει να ειπωθεί). Παρολαυτά η βάση δεν φαίνεται να θεωρεί ακόμα ότι παίζεται κάτι επίδικο στην απεργία. Έτσι: α) η συμμετοχή των απεργών είναι γενικά παθητική π.χ. λίγοι απεργοί πάνε στα συλλαλητήρια β) τα ποσοστά φθίνουν σιγά-σιγά και μόνο σε Αθήνα-Κρήτη υπάρχει μια μεγαλύτερη δυναμική από τη βάση. Τα πράγματα είναι αμφίβολα την Παρασκευή για το αν και πως θα συνεχίσει ο αγώνας την επόμενη βδομάδα. Ακόμα και κόσμος από τις Παρεμβάσεις σκέφτεται ότι τα πράγματα μπορεί να πάνε για κλείσιμο, πόσο μάλλον από τη ΠΑΣΚ. Οι Γενικές Συνελεύσεις Συλλόγων με απαρτία και απόφαση συμμετοχής στην απεργία είναι 25 (σε 142) την Παρασκευή και είναι οι «γνωστοί-άγνωστοι» (η μικρή αύξηση στους Συλλόγους με απόφαση για απεργία ήταν ίσως το μοναδικό «ανύποπτο» σημάδι του τι θα επακολουθούσε). Η ΔΟΕ, δίχως να έχει καμία απάντηση από το Υπουργείο αλλά με ραντεβού τη Δευτέρα αποφασίζει ξανά πενθήμερη: λογικό, αφού ο κλάδος πρέπει να πάει σε κατάσταση αγώνα.



Ζ. Το περιεχόμενο των αιτημάτων της απεργίας

Σωστή ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ. Αλλά στοιχεία «μαξιμαλισμού» που δεν ευνόησαν την αυτό-πεποίθηση του κλάδου και κυρίως την πραγματική κυκλοφορία του αγώνα μέσα στη δύσκολη συγκυρία ελάχιστων αγώνων από τους άλλους εργαζόμενους.

Πριν περάσουμε στην κρίσιμη Δευτέρα της 25/9/2006 και στη δεύτερη εβδομάδα, είναι πια καιρός να σταθούμε στο περιεχόμενο, τα αιτήματα της απεργίας. Ειπώθηκε πως αν και οι δάσκαλοι συμμετείχαν στην απεργία, οι περισσότεροι δεν ένιωθαν ότι διακυβεύεται ένα επίδικο ζήτημα. Γιατί; Το πλαίσιο της απεργίας είχε καταρχήν το εξής θετικό και αρνητικό μαζί: ήταν «σεντόνι», έπιανε πολλά ζητήματα ταυτόχρονα. Αυτό ήταν θετικό γιατί μιλούσε σχεδόν για όλο το φάσμα των ζητημάτων-προβλημάτων στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν άφηνε περιθώρια για ελιγμούς από το Υπουργείο π.χ. να ικανοποιήσει ένα μόνο αίτημα και…«όλα καλά». Όλα υποτίθεται του τέθηκαν, από το μισθολογικό και το ασφαλιστικό, μέχρι το ποιο παιδαγωγικό κλίμα θα πρέπει να υπάρχει στα σχολεία. Η πληθώρα αυτή των αιτημάτων κάλυπτε σχεδόν κάθε «ιδιαίτερο πόνο» που βιώνει ένας εκπαιδευτικός π.χ. το ζήτημα της εργασιακής του σχέσης, το ζήτημα της υποχρηματοδότησης του σχολείου του, το ζήτημα της σύνταξης του κ.α. Κάλυπτε επίσης κομβικά ζητήματα για όλο το εργατικό κίνημα, όπως το ζήτημα του ασφαλιστικού, της λιτότητας, της υποχρηματοδότησης και ιδιωτικοποίησης των Δημόσιων Κοινωνικών Υπηρεσιών κτλ.

Ταυτόχρονα όμως, τα αιτήματα ήταν: α) πολλά β) διατυπώνονταν γενικά-αφηρημένα και

γ) ήταν «απογειωμένα» (ή «αρκετά επιθετικά» αν θέλετε), με ένα διττό, αλληλοπλεκούμενο τρόπο: 1) με βάση τη συνείδηση του κλάδου (όπως είχε διαφανεί μέχρι τότε) και κυριότερα 2) με βάση το γενικό επίπεδο της ταξικής πάλης στην ιστορική συγκυρία και την επάρκεια-δυνατότητα μόνο του κλάδου των δασκάλων να ζητήσει αυτά που ζήταγε.

Εξηγούμαι. Ως προς το α), πρέπει να πούμε ότι ελάχιστοι απεργοί ήξεραν όλα τα αιτήματα της απεργίας. Ως προς το β), πάλι ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του χεριού οι δάσκαλοι που είχαν εμβαθύνει τον προβληματισμό τους πάνω στα περισσότερα αιτήματα π.χ. στο τι σημαίνει «παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στα σχολεία» που ζητάμε, ή τι ακριβώς σημαίνει/είναι η αξιολόγηση-χειραγώγηση-κατηγοριοποίηση (την οποία ζητάμε να μην εφαρμοστεί και να καταργηθεί το θεσμικό της πλαίσιο). Η μεγαλύτερη σαφήνεια υπήρχε στο μισθολογικό (1400 ευρώ στον πρωτοδιόριστο) και στη χρηματοδότηση της Παιδείας με 5% του ΑΕΠ[2]. Αυτά τα δύο ήταν νομίζω και τα «πρωτεύοντα» αιτήματα για τους περισσότερους απεργούς[3].

Για το ότι τα αιτήματα ήταν ολίγον «απογειωμένα» και δεν έδιναν προοπτική να τα παλέψει ο άλλος έμπρακτα πρέπει να πούμε τα εξής: ακόμα και στο πιο συγκεκριμένο και δημοφιλές αίτημα, το μισθολογικό, οι περισσότεροι δάσκαλοι με τους οποίους συζήτησα εδώ στη Θεσσαλονίκη δεν πίστευαν ότι θα πάρουν 1400 ευρώ[4]! Πολλοί δάσκαλοι έλεγαν οι ίδιοι ότι είναι «πολλά», ότι όλοι οι γύρω τους, τους «την πέφτουν» που ζητάνε τόσα[5]. Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των δασκάλων κινήθηκε για το μισθολογικό, για την οικονομική αναβάθμιση, κανείς δεν προσδοκούσε τα 1400. Ο μισθός στο «επίπεδο της φτώχειας στην Ευρώπη» δημιούργησε περισσότερη «επιφύλαξη» παρά εμψύχωση στη βάση. Και για να μην παρεξηγούμαι: α) φυσικά αξίζουμε και 1400 και 2400 και 5400 και να μην πουλάμε εν τέλει την εργατική μας δύναμη για ένα μισθό, να μην είμαστε εμπόρευμα αλλά β) το ζήτημα δεν είναι να εκδηλώνεις το ριζοσπαστισμό σου βάζοντας υψηλότερα τον (ποσοτικό) πήχη των αιτημάτων σου, «μαξιμαλίζοντας» (όπως το ΠΑΜΕ/ΚΚΕ ζήτησε κατά τη διάρκεια της απεργίας…1800 ευρώ!!!) όσο το να «είσαι ένα» με τη «ζωντανή» βάση[6] (την τάξη γενικά), να καταλαβαίνεις ποια είναι τα επίδικα ζητήματα που την απασχολούν στην ιστορική συγκυρία (εδώ χρειάζεται και η εργατική έρευνα) και να τα θέτεις (χωρίς μέτρο αν γίνεται), να καταλαβαίνεις ποιο είναι πάνω-κάτω το μέτρο της λύσης του προβλήματος όπως η βάση (τάξη) το βάζει πριν τον αγώνα[7] (μέσα στον αγώνα τα πράγματα μπορεί και να αλλάξουν), να δεις ποια πράγματα διαφαίνεται ότι θέλει (αν θέλει) να τα παλέψει στα ίσα για να νικήσει. Η νίκη αλλάζει το συσχετισμό της ταξικής πάλης, δίνει αυτό-πεποίθηση, πνοή, ανοίγει το δρόμο για να ανεβεί το επίπεδο του περιεχομένου (το οποίο ήδη μέσα στην κίνηση του αγώνα μπορεί να «ανέβει» π.χ. σκεφτείτε το σύνθημα «όχι μόνο στον εκπαιδευτικό, 1400 σε όλο το λαό»: μέσα στον αγώνα το ζήτημα του μισθού μπήκε από τους αγωνιζόμενους δασκάλους ως κάτι που αφορά όλους τους μισθωτούς).


Τα αιτήματα σε σχέση με την κατάσταση του ευρύτερου εργατικού κινήματος

Όσον αφορά την «απογείωση των αιτημάτων σε σχέση με το επίπεδο της ταξικής πάλης στη σημερινή συγκυρία και την επάρκεια-δυνατότητα του κλάδου των δασκάλων να ζητήσει μόνος του όσα ζήταγε» πρέπει να κάνουμε πρώτα μια ιστορική παρένθεση και να δούμε το τι συνέβη στη σύνθεση και κατάσταση της εργατικής τάξης την τελευταία περίπου 20ετία: μόνο έτσι θα καταλάβουμε τη θέση της, το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο της ταξικής πάλης που βιώνουμε και την ανεπάρκεια του κλάδου των δασκάλων να ζητήσει μόνος του (σε υλικό αγώνα) όσα ζήτησε το Φθινόπωρο του 2006.


Πολύ συνοπτικά, αυτό που συνέβη τα τελευταία 20 χρόνια ήταν το εξής:

Α) Από το δεύτερο μισό του ’80 ξεκινά η λιτότητα. Η περικοπή του εργατικού και κοινωνικού μισθού (μείωση κοινωνικών παροχών) οδηγεί ήδη από τις αρχές του ’90 στην αύξηση της ζήτησης εργασίας: εργαζόμενοι ψάχνουν για δεύτερη δουλειά, νέοι και γυναίκες μπαίνουν στην αγορά εργασίας για να ενισχύσουν τα οικονομικά του νοικοκυριού. Κάτι που συνεχίζεται αμείωτα[8].

Β) Την ίδια στιγμή, στις αρχές του ’90 έχουμε τη μεγάλη είσοδο των μεταναστών εργατών: ήταν μια στρατηγική κίνηση του κεφαλαίου για να καλύψει τις κατώτερες, στον καταμερισμό εργασίας, θέσεις εργασίας, με φτηνό εργατικό δυναμικό. Έτσι η σύνθεση του εργατικού δυναμικού σε πρόσωπα αρχίζει και αλλάζει ραγδαία μέσα στο ’90: με τη συνεχή είσοδο μεταναστών, νέων, γυναικών.

Γ) Η συνεχής είσοδος νέων και κυρίως των γυναικών μέσα στην αγορά εργασίας τα τελευταία 20 χρόνια είναι κυρίως μια αναγκαστική κίνηση: καθώς ο ένας μισθός δεν φτάνει στο νοικοκυριό, και καθώς οι (όποιες) κοινωνικές δαπάνες υπέρ των λαϊκών στρωμάτων συρρικνώνονται (επιδόματα κτλ), οι νέοι και οι γυναίκες αναγκάζονται να αναζητήσουν δουλειά[9]. Έτσι αναπτύσσεται κυρίως το φαινόμενο της ανεργίας: υπάρχει αυξημένη ζήτηση για εργασία (καθώς τα «λεφτά δεν φτάνουν»), ζήτηση που δεν μπορεί να καλυφθεί από τις νέες θέσεις εργασίας. Αν και σε μερικούς κλάδους (π.χ. κλωστοϋφαντουργία) οι θέσεις εργασίας πραγματικά μειώνονται, αν δούμε συνολικά/αθροιστικά όλους τους κλάδους, τότε θα διαπιστώσουμε πως οι θέσεις εργασίας τα τελευταία χρόνια αυξάνονται και μάλιστα πολύ[10]! Η ανεργία που αναπτύσσεται λοιπόν δεν είναι πρόβλημα «των λίγων νέων θέσεων εργασίας», αλλά της πολύ μεγάλης ζήτησης για εργασία/εισόδημα από τον κόσμο. Της μεγάλης οικονομικής στενότητας, δηλαδή της λιτότητας, που αναδεικνύεται ως η πλέον στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου.

Δ) Οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται στον τριτογενή τομέα. Εμφανίζονται χιλιάδες θέσεις σε εμπόριο, εκπαίδευση, επισιτισμό-ψυχαγωγία κτλ[11]. Εμφανίζονται νέα επαγγέλματα χωρίς καμιά κληρονομιά συγκρότησης και αγώνα. Εμφανίζονται πολλοί χώροι εργασίας μικροί και αποκεντρωμένοι, και όχι μαζικοί όπως π.χ. τα εργοστάσια. Εμφανίζονται νέες αντικειμενικές δυσκολίες στην οργάνωση της εργατικής τάξης, λόγω του πιο «κατακερματισμένου-τριτογενοποιημένου» τρόπου παραγωγής.

Ε) Η αυξημένη ανεργία του ντόπιου πληθυσμού (κυρίως των νέων και γυναικών) είναι ο καλύτερος «πολιορκητικός κριός» για την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων: δηλαδή αφού ο άλλος δεν βρίσκει δουλειά/εισόδημα, δέχεται οποιαδήποτε εργασία. Πραγματικά μέσα στο ’90 δημιουργείται ο αναγκαίος υπερπληθυσμός που ασκεί πίεση: α) για τη δυναμική επανεμφάνιση της μαζικής «μαύρης εργασίας»[12] και β) για τη θεσμοθέτηση και ανάπτυξη για πρώτη φορά από το Κράτος της ελαστικής/ προσωρινής εργασίας (μερική απασχόληση, συμβάσεις χρόνου ή έργου, εποχική δουλειά κτλ)[13]. Η θεσμοθέτηση της προσωρινής και μερικής εργασίας στην Ελλάδα είναι κάτι νέο και γίνεται με φόντο την ύπαρξη του υπερπληθυσμού που ζητά εργασία για να επιβιώσει. Έτσι γίνεται γεγονός το ότι εργαζόμενοι που δουλεύουν στην ίδια εταιρεία, μπορεί να έχουν τελείως διαφορετικές εργασιακές σχέσεις. Γίνεται γεγονός ακόμα το ότι, με τη μεγάλη αύξηση των υπεργολαβιών που κάνουν οι εταιρείες[14], εργαζόμενοι του ίδιου χώρου μπορεί να υπάγονται σε άλλο εργοδότη! Νέες διαιρέσεις λοιπόν μεταξύ των εργαζομένων, με βάση την εργασιακή τους σχέση και τα αντίστοιχα δικαιώματα τους (ή ακόμα και τον ίδιο τον εργοδότη) αναδύονται μέσα στα τελευταία χρόνια. Και σαφώς παρεμποδίζουν την οργάνωση και τον αγώνα.

Ζ) Η αυξημένη ανεργία έχει και άλλες προεκτάσεις: οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα (65%-70% της μισθωτής εργασίας) φοβούνται την απόλυση και συναινούν. Οι εργοδότες νιώθουν δυνατοί και αυθαιρετούν. Έτσι στον ιδιωτικό τομέα επιβάλλεται σταδιακά το απόλυτο εργοδοτικό διευθυντικό δικαίωμα σε κάθε πτυχή της εργασίας και η απαγόρευση της συνδικαλιστικής ελευθερίας (αφού κάθε συνεύρεση και διεκδίκηση ισοδυναμεί με απόλυση). Οι εργαζόμενοι, μέσα σε αυτό το καθεστώς «κοινωνικού φασισμού», δέχονται την καθήλωση του μισθού, δέχονται τις υπερωρίες[15] (συχνά και για να ενισχύσουν λίγο το εισόδημα τους), δέχονται την εντατικοποίηση της εργασίας, δέχονται την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, δέχονται την όποια αυθαιρεσία της εργοδοσίας και δεν αγωνίζονται.

Φτάνουμε λοιπόν στη θέση της εργατικής τάξης σήμερα. Στον ιδιωτικό τομέα, με την αναδιάρθρωση που έγινε τα τελευταία 15-20 χρόνια και περιγράφτηκε, και παράλληλα με μια σειρά μικρών, ασύνδετων και αναποτελεσματικών αγώνων, οι εργαζόμενοι έφτασαν να είναι «τελείως στριμωγμένοι στη γωνία». Η κατάσταση είναι πραγματικά ζοφερή. Έχουν επικρατήσει (εργοδοτικά ή μη) εμπόδια στην πρωτόλεια επικοινωνία, συνεύρεση και τελικά αυτό-πεποίθηση και αυτό-συγκρότηση των εργαζομένων. Έχει επικρατήσει η αποσύνθεση και η ηττοπάθεια. Έχει χαθεί η «αγωνιστική πείρα», αφού υπάρχει παρατεταμένη «ξηρασία» αγώνων και έτσι οι περισσότεροι εργαζόμενοι, ειδικά οι νέοι, έχουν μηδαμινές εμπειρίες οργάνωσης και αγώνα. Έχει ηγεμονεύσει η εξατομίκευση και η ιδεολογία του αστισμού (κουλτούρα της προσωπικής βόλεψης ή/και ανέλιξης, κουλτούρα του «ατόμου/καταναλωτή» κτλ). Μόνο τα τελευταία χρόνια (2006-2008), και μετά την απεργία, φαίνεται επιτέλους ότι κάτι κινείται: με τις προσπάθειες οργάνωσης σε πολύ δύσκολους χώρους, όπως στις τηλεπικοινωνίες (WIND, VODAFONE κ.α.), στον επισιτισμό, στις ταχυμεταφορές κ.α., με τη μάχη του Ασφαλιστικού που (αν και ηττηθήκαμε) αρκετός νέος κόσμος από τον ιδιωτικό τομέα βγήκε για πρώτη φορά σε απεργία.

Από την άλλη μεριά, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα τα πράγματα ήταν και είναι σαφώς καλύτερα καθότι υπήρξαν σημαντικές αντιστάσεις την τελευταία δεκαπενταετία (δάσκαλοι, καθηγητές, ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, τραπεζικοί, λιμενεργάτες κτλ.) που εμπόδιζαν το σχέδιο της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης να περάσει έτσι εύκολα. Γιατί όμως εμφανίστηκαν (και εμφανίζονται) περισσότερες αντιστάσεις στο δημόσιο τομέα; Διότι εκεί λειτουργεί η συνδικαλιστική ελευθερία-οργάνωση και δεν εμποδίζεται από τον εργοδότη, διότι υπάρχει για τους εργαζόμενους μια απαραίτητη υλική βάση (χρόνος-χρήμα) για να ζήσουν, να στοχαστούν και να διεκδικήσουν ακόμα περισσότερα για τη ζωή τους, γιατί οι περισσότεροι χώροι είναι σχετικά μαζικοί και «κουβαλούν» συνεχή κληρονομιά οργάνωσης και αγώνα από το ’80, γιατί ο καταλυτικός φόβος της απόλυσης και της ανεργίας δεν ισχύει για τους μόνιμους εργαζόμενους. Αυτές οι συνθήκες ευνοούν τους αγώνες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και έτσι εμποδίζουν το πέρασμα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Αλλά μέσα στο πλαίσιο καθήλωσης του υπόλοιπου εργατικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα (όπου βρίσκονται 2 στους 3 μισθωτούς τουλάχιστον), οι αγώνες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι κυρίως αμυντικοί-συναινετικοί, προσπαθούν να μη χαθεί το «προνοιακό καθεστώς» που επικρατεί (εν συγκρίσει με τον ιδιωτικό τομέα). Και αν αυτοί οι αγώνες δεν έχουν ακόμα επιτρέψει στο Κράτος να αλλάξει ριζικά τις συνθήκες εργασίας (όπως έγινε στον ιδιωτικό τομέα), θα πρέπει να αντιμετωπίσουν από εδώ και πέρα τη συνεχή, μετωπική επίθεση[16].

Μέσα σε αυτό λοιπόν το επίπεδο ταξικής πάλης, δηλαδή με ελάχιστες αντιστάσεις στον ιδιωτικό τομέα και με χρόνιους αμυντικούς αγώνες στον ευρύτερο δημόσιο, το συνδικάτο των δασκάλων βγήκε «καραφούλ επίθεση»: ζήτησε 1400 ευρώ (σχεδόν διπλό μισθό από ένα μέσο μισθό του ιδιωτικού τομέα[17]) και κατακόρυφη αύξηση[18] των δημοσίων δαπανών. Ζήτησε πλήρη σύνταξη στα 30 χρόνια δουλειάς, και ενώ «μαγειρευόταν» η περαιτέρω αύξηση του χρόνου εργασίας, κάτι που ο νόμος Πετραλιά πέτυχε τελικά εις βάρος όλης της εργατικής τάξης. Ζήτησε να μη γίνει η συνταγματική αναθεώρηση (άρθρο 16), ζήτησε να σταματήσουν οι αναδιαρθρώσεις στον κοινωφελή δημόσιο τομέα (που είναι πια η πρώτη προτεραιότητα στη νεοφιλελεύθερη «ατζέντα αναδιάρθρωσης» του κεφαλαίου και που, όπως δείχνει η μάχη σε ΟΤΕ, Ολυμπιακή, λιμάνια κ.α. τελικά περνάνε).

Ζήτησε δηλαδή πράγματα εύστοχα, αλλά δυστυχώς μέσα σε ένα χρόνιο αγωνιστικό κενό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και μια χρόνια αμυντική στάση των εργαζομένων στο δημόσιο.

Ζήτησε πράγματα εύστοχα (όπως το σπάσιμο της λιτότητας, το σταμάτημα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, το σταμάτημα των αναδιαρθρώσεων στο δημόσιο τομέα) που δυστυχώς μόνος του ο κλάδος των δασκάλων (και οποιοσδήποτε κλάδος) είναι πολύ δύσκολο να τα αποσπάσει, πράγματα στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο μέσα στο διεθνοποιημένο νεοφιλελευθερισμό, πράγματα που επιβάλλονται πάρα πολύ βίαια και αφορούν όλους τους μισθωτούς στο σύνολο τους και έτσι τελικά «αναλογικά», χρειάζονται την εμφάνιση ενός δυνατού και συντονισμένου[19] εργατικού κινήματος σε πολλούς κλάδους για να τα παλέψει στα ίσα (η πρόσφατη άλλωστε ήττα στο Ασφαλιστικό το απέδειξε).

Με αυτά τα «κρίσιμα» δεδομένα λοιπόν -που αφορούν την κατάσταση και θέση του εργατικού κινήματος και τις κρίσιμες στρατηγικές του κεφαλαίου σε συνθήκες νεοφιλελευθερισμού- τα αιτήματα της ΔΟΕ/Παρεμβάσεων, αν και γενικά ήταν στη σωστή κατεύθυνση, ήταν «απογειωμένα»: απογειωμένα από το επίπεδο αγώνα και αυτό-πεποίθησης των άλλων εργαζομένων και απογειωμένα από την επάρκεια-δυνατότητα του κλάδου να τα ζητήσει μοναχός του.

Το μέτρο των αιτημάτων ήταν «μαξιμαλιστικό», ήταν μέτρο που δεν μπορούσε να επικαλεστεί εύκολα ο καθημερινός εργαζόμενος (δάσκαλος ή μη, δημόσιος ή ιδιωτικός), μέτρο που δεν βοηθά την εύκολη κυκλοφορία του αγώνα με υλικούς όρους[20] και σε άλλους κλάδους. Το γεγονός αυτό συνέβαλε κομβικά στη μη-συστράτευση και άλλων εργαζομένων μαζί με τους δασκάλους και στην ήττα μιας απεργίας 6 εβδομάδων. Και πρέπει να το δούμε κατάματα[21].



Η. 2η και 3η εβδομάδα:

Το «φάλτσο» της Μαριέττας και η διαδικασία συσπείρωσης της βάσης

Γυρίζοντας πίσω στην ιστορία της απεργίας, η Δευτέρα (25/9) είναι σίγουρα η μέρα-κλειδί. Ο κόσμος μπαίνει στην απεργία εκείνη τη μέρα για να διαδηλώσει και βλέπει ξεκάθαρα απέναντι του τον εχθρό: Την αδιάλλακτη Μαριέττα που κοροϊδεύει και απαξιώνει τον κόσμο στα ίσα. Εκεί αρχίζει λοιπόν μια διαδικασία ανασυγκρότησης της βάσης με βοήθεια/αφορμές:

α) Κυρίως τον εμπαιγμό και το απαξιωτικό ύφος του Υπουργείου. Πραγματικά όλοι, και όχι μόνο οι δάσκαλοι, κατάλαβαν πως ήταν κοροϊδία να δώσεις στους εργαζόμενους ένα επίδομα που δικαιούνται εδώ και πολλά χρόνια σε έξι εξάμηνα, δηλαδή σε τρεισήμισι χρόνια! Και επιπλέον να τους λες, «άντε, πάρτε και 2 ευρώ»!

β) Την καταστολή στις διαδηλώσεις και τον τρόπο που προβλήθηκε από τα ΜΜΕ

(σιδερογροθιά που φορούσε αστυνομικός κτλ.)

γ) τη «θετική» στάση των (ΠΑΣΟΚικων) Μ.Μ.Ε-δημοσιογράφων και της «κοινής γνώμης»

(όπως αυτή εμφανίζεται δημοσιογραφικά).

Εδώ πριν προχωρήσουμε χρειάζεται μια παρένθεση για το ζήτημα της κοινωνικής παρουσίασης της απεργίας από τα ΜΜΕ[22]. Καταρχήν είναι πια απίστευτος ο βαθμός διαμόρφωσης των κοινωνικών αναπαραστάσεων από τα ΜΜΕ και η διαμεσολάβηση των πραγματικών ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων από την εικόνα, το θέαμα. Γιατί το λέω αυτό; Διότι δάσκαλοι με παθητική και μικρή συμμετοχή είδαν ξαφνικά τον εαυτό τους (μετά τη Δευτέρα) να παρουσιάζεται ως «ο πρωτοπόρος στην κοινωνία»: είδαν δηλαδή από την τηλεόραση και τον καναπέ να διαδηλώνουν οι συνάδελφοι τους, να χτυπιούνται από την αστυνομία, είδαν τη «κοινή γνώμη» και τους (άλλοτε εχθρικούς) δημοσιογράφους να υποστηρίζουν το «δίκαιο αγώνα τους» και, με όλα αυτά, άρχισαν να νιώθουν ότι κάτι γίνεται και ίσως ότι είναι αυτοί που «πράττουν, αγωνίζονται, χτυπιούνται, υποστηρίζονται». Υπήρχαν δηλαδή περιπτώσεις που περισσότερο ενεργοποιήθηκε ο άλλος από το μέσο (τηλεόραση) παρά από τον απεργό-συνάδελφο που γύριζε τα σχολεία και παρότρυνε για συμμετοχή στην απεργία, διαδήλωση κτλ.

Το οξύμωρο είναι ότι όλο αυτό συνέβη μια χρονική στιγμή όταν (με βάση τις συζητήσεις που είχα με συναδέλφους στη Θεσσαλονίκη) ο πραγματικός, άμεσος περίγυρος των δασκάλων φαινόταν να μην ήταν και τόσο θετικός απέναντι στην απεργία τους. Με αυτό τον τρόπο δεν θέλω να πω ότι η απεργία δεν έτυχε κοινωνικής συμπαράστασης. Παρολαυτά, είναι ερωτηματικό κατά πόσο υπήρξε αληθινά μεγάλη κοινωνική συμπάθεια για την απεργία . Η άμεση επαφή με τους άλλους (φίλους, γνωστούς, συγγενείς κτλ.) έδειχνε πως αρχικά (1η-2η εβδομάδα) η συμπάθεια της κοινωνίας δεν ήταν και τόσο μεγάλη, όσο εμφανίζονταν από (τη θετική προβολή των περισσοτέρων) ΜΜΕ. Σε καμιά περίπτωση βέβαια δεν λειτούργησε ο «κοινωνικός αυτοματισμός» όπως σε προηγούμενα χρόνια, σε προηγούμενες κινητοποιήσεις. Αυτό κυρίως που έγινε ήταν το ότι καθώς η απεργία (και η «αδικία» σύμφωνα με τα ΜΜΕ) συνεχιζόταν, καθώς ο κόσμος έβλεπε πως οι απεργοί-εργαζόμενοι μπαίνουν σε τρίτη και τέταρτη εβδομάδα αγώνα χωρίς να κερδίζουν τίποτα, απαξιωμένοι, καθώς οι απεργιακές επιτροπές έκαναν καλή δουλειά στην ενημέρωση γονέων, καθώς και άλλοι χώροι εμπλέκονταν (καθηγητές, μαθητές, φοιτητές) στον αγώνα., το κλίμα γίνονταν όλο και πιο θετικό για τους «πρωτοπόρους αγωνιστές-δασκάλους».

Γυρίζοντας πίσω στα γεγονότα, θα πρέπει να πούμε πως ο διαδηλώσεις της Τετάρτης της δεύτερης εβδομάδας (27/9) πληθαίνουν αισθητά από κόσμο. Οι ζυμώσεις-συζητήσεις στη βάση ενεργοποιούνται. Έτσι αρχίζει και ακούγεται από πολύ κόσμο πως «τα ΜΜΕ παίζουν όλο το οικονομικό και δεν αναδεικνύουν τα θεσμικά». Και η ίδια η ΔΟΕ και ο Μπράτης κριτικάρονται για αυτό. Η βάση θεωρεί πως είναι λάθος, «παγίδα» η συζήτηση μόνο για τα 105 ευρώ (αν και σε καμία περίπτωση -όπως το βίωσα- δεν φαίνεται να πιστεύει και στα 1400). Συζητάει και αναδεικνύει και άλλα ζητήματα, κυρίως αυτό της υποχρηματοδότησης και των νέων βιβλίων που εντατικοποιούν την εργασία δασκάλου-μαθητή. Όλη αυτή η διαδικασία συσπείρωσης-συζήτησης-ζύμωσης αποτυπώνεται και σε επίπεδο Πρωτοβάθμιων Συλλόγων: οι Γενικές Συνελεύσεις Συλλόγων με απαρτία και απόφαση για συνέχιση της απεργίας αυξάνονται στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας και γίνονται 39.

Την τρίτη εβδομάδα οι διαδικασίες ζύμωσης συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα. Η συμμετοχή της ΟΛΜΕ τις δύο πρώτες μέρες με απεργία, και της ΑΔΕΔΥ[23] την Πέμπτη, βοηθάει γενικά τη συμμετοχή («ε, αφού εδώ μπήκαν οι καθηγητές, εμείς να μην συμμετάσχουμε;»). Εκείνη τη Πέμπτη (5/10) γίνονται πραγματικά ογκώδη συλλαλητήρια σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη με φοβερό παλμό. Ακούγονται πιο «κοινωνικά» συνθήματα όπως το «1400 για όλο το λαό» στη Θεσσαλονίκη. Διαφαίνεται πως το στοίχημα είναι τελικά πανεργατικό. Διαφαίνεται όμως, την ίδια πάλι εβδομάδα, πως ο κόσμος (με εξαίρεση περιοχές της Αθήνας-Κρήτης) έχει επιβάλλει τη δική του μορφή αγώνα: κάνει δηλαδή κυλιόμενη απεργία και όχι πενθήμερη. Έτσι (ήδη ξεκινώντας από τη δεύτερη εβδομάδα) τις μέρες των διαδηλώσεων τα ποσοστά εκτινάσσονται και τις άλλες μέρες είναι πιο μικρά. Στο τέλος τελικά της εβδομάδας, οι Σύλλογοι που έχουν απαρτία και απόφαση για συνέχιση του αγώνα με πενθήμερη μειώνονται ξανά σε 28. Γιατί άραγε; Και γιατί ο περισσότερος κόσμος μπαίνει οριστικά σε κυλιόμενες από την τρίτη εβδομάδα και μετά, είναι τόσο το «οικονομικό» που τον πονάει[24]; Είναι κυρίως το κοινωνικο-ψυχολογικό, είναι ξεκάθαρο πως η βάση παρέμενε επιφυλακτική, δεν έκανε την υπέρβαση, δεν κατάφερε να «μπει ενεργητικά», να πάρει τον αγώνα αυτή στα χέρια της. Και αυτό συνέβη διότι: α) η απεργία καθοριζόταν de facto «από τα πάνω» και δεν υπήρχαν ουσιαστικά όργανα π.χ. συντονιστικά απεργιακών επιτροπών, που θα αναδείκνυαν περισσότερο το «από κάτω», τη βάση. Περιεχόμενο και μορφή «είχαν κλειδώσει από τα πάνω» αποθαρρύνοντας κάπως μια πιο ενεργητική συμμετοχή της βάσης β) Κυριότερα, η βάση δεν έβλεπε ότι διακυβεύεται επίδικο ζήτημα για αγώνα. Κανείς μα κανείς δεν πίστευε ότι θα πάρει 1400 ή ότι θα χρηματοδοτηθεί η Παιδεία με 5%! Τα αιτήματα, όπως ειπώθηκε, ήταν «μαξιμαλιστικά» και κάπως γενικά-αφηρημένα. Δεν υπήρχαν 2-3 πιο επίδικοι, συγκεκριμένοι στόχοι που ο άλλος πιστεύει πραγματικά ότι μπορεί να κερδίσει. Η απεργία πήρε έτσι περισσότερο τη μορφή μιας κοινωνικής διαμαρτυρίας και όχι ενός πραγματικού υλικού αγώνα με στόχο τη νίκη γ) Ναι μεν η συμπάθεια από την κοινωνία βελτιωνόταν στη δεύτερη και τρίτη εβδομάδα αλλά δεν υπήρχε και κάποιος άλλος δίπλα στους δασκάλους να αγωνίζεται, να είναι στο δρόμο. Αμέτρητοι δάσκαλοι είπαν «που είναι, τι κάνουν οι καθηγητές[25]»; Πολλοί ένιωθαν πως μόνοι είναι δύσκολο να σηκώσουν το «βαρύ φορτίο» (αν και κάποιοι ευχαριστιόντουσαν που επιτέλους δεν ήταν «ουρά» της ΟΛΜΕ) δ) Η πλειοψηφία των δασκάλων ήταν, όπως προαναφέρθηκε, εδώ και χρόνια στην κοινωνική αδράνεια. Ήταν αντικειμενικά δύσκολο δηλαδή για πολλούς συναδέλφους να ανατρέψουν όλα αυτά με μιας: να ανατρέψουν τα «συντηρητικά, συναινετικά ανακλαστικά» που γεννιούνται λόγω των «παραγόντων (μικρο)αστικοποίησης» που περιγράφτηκαν, να ανατρέψουν την κοινωνική αδράνεια και τη μοιρολατρία ότι «τίποτα δεν αλλάζει», να ανατρέψουν τις διαδικασίες ανάθεσης με τον οποίο λειτουργεί ο δασκαλικός συνδικαλισμός, να «μεταμορφώσουν» τελικά τον ίδιο τους τον εαυτό σε δυναμικό απεργό με λόγο για τα πράγματα.



Θ. 4η εβδομάδα

Σημάδια κόπωσης και έλλειψης στόχου στους δασκάλους. Νέοι σύμμαχοι όμως στο δρόμο.

Η τέταρτη εβδομάδα είναι η κορύφωση και ταυτόχρονα η αρχή της «αντίστροφης μέτρησης» για την απεργία των δασκάλων. Η μορφή των κυλιόμενων απεργιών κάνει την εμφάνιση της και στην Αθήνα, τα ποσοστά συμμετοχής πέφτουν σημαντικά., κατά 15-20% περίπου. Όλο και περισσότεροι δάσκαλοι αρχίζουν και αναρωτιούνται για το «που πάμε» καθώς η κυβέρνηση φαίνεται αδιάλλακτη, δεν συζητά καν, όλο και περισσότεροι σκέφτονται ότι ίσως θα ήταν δόκιμο να αλλάξει η μορφή της απεργίας, όλο και περισσότεροι διαισθάνονται ότι η απεργία δεν θα τα καταφέρει αλλά και το ότι δεν γίνεται ακριβώς για να τα καταφέρει, αλλά για να εκφράσει το «γαμώτο», τη δυσαρέσκεια του κλάδου, την αξιοπρέπεια του μετά το «φτύσιμο» (χρόνιο και πρόσκαιρο από τη Μαριέττα στις 25/9). Στο συνδικάτο είναι φανερό ότι όλο και περισσότεροι, από όλες τις παρατάξεις που ψηφίζουν υπέρ της συνέχισης, σκέφτονται ότι ίσως πρέπει να αλλάξει μορφή η απεργία. Όμως είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει μορφή η απεργία γιατί: α) πολλοί Σύλλογοι στην Αθήνα-Κρήτη έχουν κεκτημένη ταχύτητα και επιβάλλουν τη συνέχιση με πενθήμερες (είναι οι 30 περίπου Σύλλογοι που από εκείνη την εβδομάδα και μετά θα παραμείνουν «σταθεροί», δηλαδή θα είναι αυτοί οι Σύλλογοι που θα έχουν απαρτία και απόφαση για συνέχιση της απεργίας στην Ολομέλεια των Προέδρων, στο τέλος των απεργιακών εβδομάδων) β) Εκκρεμεί σίγουρα και άλλο ραντεβού με την Υπουργό, δεν γίνονταν να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση το ζήτημα μόνο με τη συνάντηση της 25/9, ειδικά μετά τη μεγάλη δυναμική και δημοσιότητα που πήρε το θέμα γ) η πλειοψηφική ΠΑΣΚ δεν θέλει να δείξει ότι έκανε την απεργία μόνο για αντιπολιτευτικούς λόγους και περιμένει και τα αποτελέσματα των Δημοτικών Εκλογών. Στο επίπεδο των απεργιακών επιτροπών και της αγωνιζόμενης βάσης, η «δουλειά» παίρνει άλλη τροπή, το βάρος τώρα δίνεται στην ενημέρωση των γονιών και των τοπικών κοινωνιών και των άλλων εργαζομένων, και όχι τόσο στο γύρισμα των σχολείων για να «ζυμωθεί ο άλλος» να κατέβει στην απεργία. Άλλωστε όλοι πια στα σχολεία γνωρίζουν για την απεργία και έχουν πάρει θέση. Πραγματικά η δουλειά των απεργιακών επιτροπών στοχεύει την κοινωνία και είναι πάρα πολύ καλή, γίνονται ενημερώσεις των γονιών στα σχολεία, όπου και γονείς οι οποίοι είναι αρνητικοί απέναντι στην απεργία αλλάζουν στάση μετά την κουβέντα (αυτή η δουλειά θα φανεί πολύ την αμέσως επόμενη εβδομάδα). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως στη Θεσσαλονίκη γίνεται μια ύστατη προσπάθεια για να γίνει συντονιστικό απεργιακών επιτροπών (πρόταση που κατέθεσα προσωπικά σε συνάντηση των Παρεμβάσεων μετά το μεγάλο συλλαλητήριο της τρίτης εβδομάδας στις 5/10 και με την αγωνία -και λάθος εκτίμηση- ότι οι ΠΑΣΟΚοι το πάνε για κλείσιμο αφού στην ΟΛΜΕ δεν ζητούν απεργία διαρκείας). Η πρόταση δεν στηρίχτηκε θερμά παρά από λίγα μέλη των Παρεμβάσεων, και την τέταρτη εβδομάδα, δύο συναντήσεις που έγιναν για αυτό το σκοπό απέτυχαν[26]. Η απεργία είχε μπει στον «αυτόματο πιλότο».

Στο δρόμο, οι διαδηλώσεις της 11ης Οκτωβρίου θα έχουν τον ίδιο περίπου μεγάλο όγκο, θα εκφράζουν την κοινωνική διαμαρτυρία, με άλλη όμως σύνθεση τώρα: οι δάσκαλοι που κατεβαίνουν μειώνονται κάπως (στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον) αλλά έρχεται ενίσχυση από μαθητές των καταλήψεων, περισσότερους καθηγητές και λίγους φοιτητές. Για πρώτη φορά βλέπουμε στο δρόμο τα «κομμάτια» της Δημόσιας Εκπαίδευσης να πορεύονται μαζί, φαίνεται το πως θα μπορούσε να είναι ένα πανεκπαιδευτικό μέτωπο στο δρόμο. Αλλά ας δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα το τι συμβαίνει με το κάθε «κομμάτι».

Οι καθηγητές την 4η εβδομάδα συμμετέχουν ξανά με 2μερη (και μία μέρα από την ΑΔΕΔΥ στις 11/10). Η εισήγηση για διήμερη στο τέλος της 3ης εβδομάδας από την ΟΛΜΕ έδειχνε πως οι (πλειοψηφικοί) ΠΑΣΟΚοι της ΟΛΜΕ δεν ήθελαν να στηρίξουν τη ΔΟΕ, για την ακρίβεια έδιναν μια καλή «πάσα» στα αδέρφια τους στη ΔΟΕ να πουν ότι δεν υπάρχει στήριξη και ότι η απεργία πρέπει αργά ή γρήγορα να κλείσει (λάθος εκτίμηση). Στις ΕΛΜΕ, τους τοπικούς συλλόγους καθηγητών, η κινητικότητα δεν ήταν μεγάλη, περισσότερες ΕΛΜΕ πήραν απόφαση για συμπόρευση με τη ΔΟΕ, σε σχέση με την τρίτη εβδομάδα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συγκροτήθηκε πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ της συστράτευσης με τους απεργούς δασκάλους. Στην ουσία αυτοί που ενδιαφέρονταν ήταν οι «πολιτικοποιημένοι», η βάση των καθηγητών ήταν πολύ «παγωμένη»[27]. Η εξάπλωση των καταλήψεων των μαθητών στην αρχή της τέταρτης εβδομάδας θα κλείσει τα σχολεία, κάτι το οποίο δύσκολα θα γίνονταν από τους καθηγητές. Έτσι, οι μαθητές παίρνουν στην ουσία τη σκυτάλη.

Στο κατέβασμα των μαθητών θα παίξει καίριο ρόλο η παρέμβαση του ΚΚΕ. Το ΣΑΣΑ (Συντονιστικό Αγώνα Σχολείων Αθήνας), μακρύ χέρι της πολιτικής του ΚΚΕ στους μαθητές, θα καταφέρει να κινητοποιήσει μαθητές αλλά και την ίδια στιγμή να τους ελέγξει πλήρως. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην πορεία στην Αθήνα: τα μπλοκ των μαθητών που συσπειρώνονταν γύρω από το ΣΑΣΑ δεν ακολούθησαν τους δασκάλους σε όλη τη διάρκεια της πορείας αλλά κάποια στιγμή αποχώρησαν οργανωμένα για να πάνε σε…συνέλευση. Υπήρχαν βέβαια και μαθητές που λειτούργησαν πιο αυτόνομα και ακολούθησαν αυτό που τους φαινόταν λογικό, την πορεία δηλαδή σε όλη τη διάρκεια της. Όσον αφορά τώρα τα κίνητρα των μαθητών για να αρχίσουν τις καταλήψεις και να κατεβούν στο δρόμο, αυτά δεν ταυτίζονταν με τα βασικά κίνητρα των δασκάλων παρά στο υπάρχον ζήτημα της απαξίωσης/υποχρηματοδότησης των σχολείων. Τα ζητήματα που έμπαιναν μπροστά στα συνθήματα των μαθητών αφορούσαν τη χειραγώγηση-εντατικοποίηση τους από το σύγχρονο σχολείο, την έλλειψη χρηματοδότησης και την απαξίωση των σχολείων. Σίγουρα η εντατικοποίηση της εργασίας των μαθητών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, μετά τη μεταρρύθμιση Αρσένη, ήταν ένα υπόρρητο κίνητρο για να βγουν οι μαθητές στο δρόμο. Επιπλέον, το όριο της «βάσης του 10» που εφαρμόστηκε το καλοκαίρι και απέκλεισε χιλιάδες μαθητές από την εισαγωγή τους στα «άδεια» τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, φάνηκε να ανησυχεί και να κινητοποιεί πολλούς μαθητές. Ακόμα, η δημιουργία των ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ στη θέση των ΤΕΕ, δηλαδή το νέο πείραμα στην ήδη πολύ απαξιωμένη Τεχνική Εκπαίδευση, μπορεί να ώθησε κάποιους μαθητές από αυτά τα σχολεία να κατέβουν στο δρόμο. Παρολαυτά, ο καθοριστικός ρόλος του ΚΚΕ για τη συμμετοχή των μαθητών, καθώς και η έλλειψη αυτόνομου πολιτικού λόγου που παρατηρήθηκε σε πολλούς μαθητές, έδειχνε πως η κάθοδος στο δρόμο ήταν περισσότερο ένα πρόσκαιρο ξέσπασμα, μια «έμπνευση» από τον αγώνα των εκπαιδευτικών χωρίς τη δικιά της δυναμική.

Στις διαδηλώσεις εμφανίστηκαν και κάποια μπλοκ Συλλόγων Φοιτητών, των πιο ριζοσπαστικών (από τα Πολυτεχνεία κυρίως). Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών θα παραμείνει στα ιδρύματα, σε ενασχόληση με την εξεταστική. Τα ζητήματα που κινητοποιούν τους φοιτητές είναι αυτά του κινήματος του Μαΐου-Ιουνίου: ο νόμος-πλαίσιο και το άρθρο 16, η προσπάθεια δηλαδή «ιδιωτικοποίησης» του καθεστώτος στα Δημόσια Ιδρύματα με την εντατικοποίηση της εργασίας των φοιτητών (ρύθμιση ν+2, αλυσίδες μαθημάτων κτλ), την κατάργηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας τους (υπονόμευση ασύλου), τη (μεγαλύτερη) είσοδο επιχειρήσεων-χορηγών στη χρηματοδότηση και έλεγχο των σπουδών τους κτλ. Κοινός τόπος με τους δασκάλους θα είναι η υποχρηματοδότηση της Παιδείας και η απειλή αναδιάρθρωσης της προς το «ιδιωτικότερο», δηλαδή χειρότερο. Παρολαυτά, τα πρωτεύοντα κίνητρα των δύο κομματιών διαφέρουν ριζικά: στους δασκάλους είναι η οικονομική-κοινωνική απαξίωση ως μισθωτοί εργαζόμενοι, στους φοιτητές φαίνεται να είναι: α) η χειροτέρευση των όρων σπουδών τους με το νόμο-πλαίσιο (χειροτέρευση που ήδη λαμβάνει χώρα π.χ. το Πανεπιστήμιο είναι πιο εντατικοποιημένο απ’ ότι παλιότερα και το κόστος του μεγαλώνει, κάτι που έχει οδηγήσει πολύ περισσότερους φοιτητές να εργάζονται σε επισφαλείς συνθήκες για να τα βγάλουν πέρα) β) ο κόσμος της εργασιακής-υπαρξιακής αβεβαιότητας στον οποίο βλέπουν να μπαίνουν στο κοντινό μέλλον (και τους αγχώνει στο παρόν), δηλαδή η εντατικοποίηση και υποτίμηση τους ως μελλοντικοί (και κάποιοι ως νυν) εργαζόμενοι, ως νέοι άνθρωποι με κριτική σκέψη και υψηλές προσδοκίες, όνειρα για τη ζωή.

Τέλος, από το πανεκπαιδευτικό μέτωπο έλλειπε ένα τεράστιο κομμάτι. Δεν μιλάω καν για τις καθαρίστριες στα σχολεία ή τους σχολικούς φύλακες κτλ., για όσους άλλους δηλαδή ασχολούνται στον κλάδο της εκπαίδευσης χωρίς την ιδιότητα του εκπαιδευτικού[28]. Μιλάω όμως για το τεράστιο κομμάτι των εκπαιδευτικών του ιδιωτικού τομέα, αυτών που δουλεύουν στην «παραπαιδεία» (φροντιστήρια, ΙΕΚ, Ξένες Γλώσσες κτλ), που είναι 130.000 άτομα από το σύνολο των 300.000 που δουλεύουν στον κλάδο «εκπαίδευση», σχεδόν οι μισοί! Αυτοί λοιπόν; Δεν έχουν λόγο για τα ζητήματα της Παιδείας; Δεν έχουν λόγο για τη θέση τους ως εργαζόμενοι εκπαιδευτικοί; Γιατί έλλειπαν; Οι λόγοι είναι προφανείς: Α) Πώς να βγουν στο δρόμο, όταν εργάζονται στο καθεστώς «δεσποτισμού» του ιδιωτικού τομέα όπου κάθε συνδικαλιστική δράση διώκεται με σκληρό τρόπο[29]; Και οι «ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί» έχουν κάθε λόγο να φοβούνται την απόλυση (αν και δεν θα χάσουν υψηλά μεροκάματα) διότι πολλοί απόφοιτοι «καθηγητικών» σχολών περιμένουν «έξω από την πόρτα», υπάρχει δηλαδή συνεχής προσφορά εργασίας προς τους εργοδότες Β) Η σύνθεση είναι φοβερά ετερογενής, υπάρχουν πολλές διαιρέσεις που εμποδίζουν την οργάνωση και τον αγώνα. Επιγραμματικά αναφέρω: 1) ο κλάδος της «ιδιωτικής» εκπαίδευσης, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, έχει ίσως τη μεγαλύτερη ποικιλία εργασιακών σχέσεων, όπως άφθονη «μαύρη» εργασία, ωρομίσθια δουλειά, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σχέσεις «ελεύθερου επαγγελματία» («ιδιαίτερα», σύμβαση έργου) κτλ. 2) οι χώροι δουλειάς είναι πολλοί/διαφορετικοί και μικροί, με λίγο προσωπικό, όπου δεν μπορεί να σταθεί εύκολα έξω-θεσμική οργάνωση ή θεσμική, δηλαδή επιχειρησιακό σωματείο. Απομένει μόνο η «κλαδική» κάλυψη σε περίπτωση που υπάρχει μια δράση 3) Ένας εκπαιδευτικός στον ιδιωτικό τομέα (με τις πενιχρές αμοιβές), μπορεί να εργάζεται ταυτόχρονα σε πολλούς χώρους, με πολλούς εργοδότες, χωρίς δηλαδή μια σταθερή αναφορά 4) Πολλοί εκπαιδευτικοί, μέσα στο άθλιο καθεστώς εργασίας της «παραπαιδείας» (και χωρίς να έχουν «βγει» αγώνες που θα βελτιώνουν κάπως το καθεστώς), έχουν τελικά ως μοναδική προσδοκία και ενδιαφέρον, όχι το πώς θα βελτιώσουν τις συνθήκες εκεί που εργάζονται, αλλά στο πώς κάποια στιγμή θα καταφέρουν να μπουν στο «όνειρο», στη Δημόσια Εκπαίδευση. Πολλοί μάλιστα θέλουν να βλέπουν ως εφήμερο αυτό που κάνουν, μια «παρένθεση».

Γ) Τα επίδικα ζητήματα για τους «ιδιωτικούς» εκπαιδευτικούς σχετίζονται λοιπόν με το πολύ άσχημο καθεστώς εργασίας (εντατικοποίηση, μη-ασφάλιση, κακοπληρωμή κτλ.)[30] και το «όνειρο»: τον τρόπο πρόσβασης κάποια στιγμή στη Δημόσια Εκπαίδευση. Όμως τα πρωτεύοντα ζητήματα που έβαλαν οι ήδη «δημόσιοι» εκπαιδευτικοί (αύξηση μισθού, αύξηση χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων, γενικά «αναβάθμιση» και προστασία της Δημόσιας Εκπαίδευσης) δεν αφορούσαν (και έτσι δεν άγγιξαν) παρά ελάχιστα τον «ταξικό αδερφό», τον εκπαιδευτικό του φροντιστηρίου. Πραγματικά, αν δούμε προσεχτικά, στο (μεγάλο) πλαίσιο αιτημάτων της ΔΟΕ, η αναφορά στην ήδη υπάρχουσα ιδιωτική εκπαίδευση είναι ελάχιστη και έμμεση (υπήρχε το αίτημα για «μαζικούς διορισμούς για να καλυφθούν τα κενά» που στο δημόσιο λόγο μπήκε στο «καλάθι των θεσμικών»). Στα αιτήματα των καθηγητών, όπου εκεί μπαίνει κομβικά το ζήτημα της «παραπαιδείας», η αναφορά ήταν μηδαμινή[31]! Τέλος, οι μαθητές έβαζαν κάπου το ζήτημα της «παραπαιδείας» και οι φοιτητές δεν αναφέρονταν καν.

Όλα λοιπόν τα παραπάνω συντέλεσαν σε κάτι που οι περισσότεροι, δυστυχώς, το θεωρήσαμε «φυσικό»: οι 130.000 εκπαιδευτικοί της «παραπαιδείας» να μην είναι στο δρόμο[32], να μην θεωρούνται μέρος αυτού που γίνονταν.



Ι. 5η και 6η εβδομάδα: This is the end

Την Κυριακή 15/10 γίνονται Δημοτικές Εκλογές όπου το αποτέλεσμα τους δείχνει ότι δεν αμφισβείται η πολιτική ηγεμονία της ΝΔ. Αυτό σίγουρα το μετράνε όλοι οι θεσμικοί συνδικαλιστές. Την Τρίτη 17/10 γίνεται 2η συνάντηση ΔΟΕ και ΟΛΜΕ με την Υπουργό. Η Υπουργός, μετρώντας και το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών, δεν δεσμεύεται σε κανένα αίτημα, παρά μόνο στο να γίνει υποχρεωτική η προσχολική αγωγή για ένα έτος (και χωρίς να παρουσιάσει το πώς θα γίνει αυτό – κάτι που στη συνέχεια οδήγησε στο πέρασμα του νηπιαγωγείου σε δήμους και ιδιώτες). Η απεργία συνεχίζεται την «κουτσή» 5η εβδομάδα («κουτσή» γιατί στις περισσότερες περιοχές της χώρας η απεργία ήταν για 3 μέρες, Τρίτη-Τετάρτη-Πέμπτη, λόγω εκλογών) με μεγάλη συμμετοχή τη μέρα της πορείας (18/10). Στο δρόμο παραμένει η ίδια σύνθεση που εμφανίστηκε την τέταρτη εβδομάδα, με ελαφρά ενισχυμένα τα μπλοκ μαθητών-φοιτητών και με μεγαλύτερη παρουσία (των γενικά λίγων) εργαζομένων από τον ιδιωτικό τομέα. Πιο πολλοί σύλλογοι γονέων παίρνουν θέση στα πράγματα, στηρίζοντας τους δασκάλους π.χ. γίνεται κατάληψη στο 9ο Δημοτικό Σχολείο Καλαμαριάς (Φοίνικας) αλλά και σε άλλα σχολεία της Ελλάδας (Σεπόλια, Κρήτη, Κέρκυρα κ.α.). Την Παρασκευή 20/10 γίνεται ολομέλεια Προέδρων στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας έχει ακουστεί πως η ΔΟΕ προσανατολίζεται να κηρύξει τριήμερη απεργία για να γίνουν οι παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου κανονικά. Αυτό εξοργεί τους περισσότερους απεργούς και δίνει μια μοναδική ευκαιρία να αμφισβητηθεί ο ιδεολογικός ρόλος του σχολείου και κυρίως να αναδειχτεί η ταξική ταυτότητα εις βάρος της εθνικής ενότητας. Τελικά, μετά τις αντιδράσεις στη βάση που αγωνίζεται, στην Ολομέλεια των Προέδρων ο Μπράτης αναγκάζεται να δεσμευτεί για πενθήμερη.

Η έκτη εβδομάδα ξεκινά με επικείμενο ραντεβού της ΔΟΕ με τον Πρωθυπουργό την Τρίτη 24/10. Ενισχυμένος από την ολοκλήρωση των δημοτικών εκλογών, όπου η ΝΔ δεν αμφισβητήθηκε, ο Καραμανλής δεν δεσμεύεται σε τίποτα ουσιαστικό και απλά… βελτιώνει…τις δόσεις (!) του περιβόητου επιδόματος, επικαλώντας «τα προβλήματα της οικονομίας» και ζητώντας από τους εκπαιδευτικούς «να πράξουν υπεύθυνα». Την ίδια στιγμή έχει εισπράξει τη «χείρα βοηθείας» από το ΠΑΣΟΚ που ζητάει αναβολή της συζήτησης για την αναθεώρηση του άρθρου 16 που θα γινόταν στις 25/10 (γεγονός που συσπείρωνε τον εκπαιδευτικό κόσμο -και ειδικά τους φοιτητές- όπως φάνηκε και το Γενάρη του 2008). Η απεργία έχει χαμηλά ποσοστά όλη την εβδομάδα αλλά τη μέρα του συλλαλητηρίου της 25ης Οκτωβρίου γίνεται χαμός, ειδικά στην Αθήνα. Ύστατες προσπάθειες γίνονται για συντονισμό των απεργιακών επιτροπών, κυρίως από κόσμο από τις ΕΛΜΕ Πειραία και Α.Λιοσίων[33]. Την Παρασκευή 27/10 (αλλά ουσιαστικά από την Τετάρτη 25/10 μετά το συλλαλητήριο), η ΔΟΕ κλείνει την απεργία μετά από πρόταση των Παρεμβάσεων για δύο 24ωρες τις δύο επόμενες εβδομάδες του Νοέμβρη, ενώ η ΟΛΜΕ δεν αποφασίζει καν απεργία! Προς έκπληξη όλων, η ΠΑΣΚ έχει καταφέρει να μην αναδειχτεί σε «ξεπουλημένο τομάρι» όπως το ’97. Η απεργία κλείνει άσχημα. Χωρίς κάποια υλική νίκη, χωρίς προοπτική για τη συνέχεια, με την απειλή της «αναπλήρωσης των χαμένων ωρών» πάνω από τα κεφάλια μας (συζήτηση στην οποία μπήκε η ΔΟΕ, ήδη πριν την 6η εβδομάδα, και η οποία τελικά απορρίφθηκε στη συνέχεια της χρονιάς, από τη βάση των εκπαιδευτικών, με σημαντική αποφασιστικότητα).



Κ. Συμπεράσματα, με τη βοήθεια 2 χρόνων που διαμεσολάβησαν…

Είναι πολύ δύσκολο να μετρήσεις τι κατακτήθηκε και τι χάθηκε στη συγκεκριμένη απεργία. Πρέπει όμως νηφάλια να δούμε κάποια δεδομένα:

  • Η απεργία δεν πέτυχε καμία υλική νίκη, εκτός από το να δοθεί το περιβόητο επίδομα σε δόσεις και να θεσμιστεί υποχρεωτική[34] η προσχολική αγωγή για ένα έτος. Καθώς δεν διασαφηνίστηκε το πώς θα γίνει υποχρεωτική, με τι κονδύλια και δομές, το Υπουργείο «αντέστρεψε το αίτημα» και το χρησιμοποίησε για να παραχωρήσει τη λειτουργία των νηπιαγωγείων σε ιδιώτες και δήμους. Η μάχη για το ζήτημα των νηπιαγωγείων έχει μπει από τότε σε νέα βάση.
  • «Αν μετά κάποιον αγώνα οι εργάτες παραμείνουν διαιρεμένοι και ανοργάνωτοι, αυτό είναι μια ήττα τους, ακόμα κι αν έχουν κατακτήσει κάτι τι. Αν, αντίθετα, με το τέλος του αγώνα οι εργάτες είναι περισσότερο ενωμένοι κι οργανωμένοι, αυτό είναι μια νίκη, ακόμα κι αν δεν έχουν ικανοποιηθεί όλες οι διεκδικήσεις.»

Από το βιβλίο του Νάννι Μπαλεστρίνι, Τα Θέλουμε Όλα.

Αυτή η άποψη που ανήκει σε έναν εργάτη της ΦΙΑΤ περικλείει κατά τη γνώμη μου μια μεγάλη αλήθεια. Πέρα από την υλική νίκη ή όχι ενός αγώνα, που σίγουρα έχουμε μεγάλη ανάγκη στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού, στα χρόνια των εργατικών ηττών, αυτό που μετράει ακόμα περισσότερο είναι το πώς αφήνει τους εργαζομένους ο αγώνας: πιο ενωμένους και οργανωμένους, πιο δυνατούς, ή το ίδιο διασπασμένους και αδύναμους όπως πριν. Με την άνεση των 2 χρόνων που διαμεσολάβησαν από την απεργία, μπορούμε να δούμε σήμερα τρία ιστορικά γεγονότα που αποδεικνύουν ότι ο αγώνας των δασκάλων, μάλλον τους άφησε το ίδιο αδύναμους (ή ελάχιστα ενδυναμωμένους αν προτιμάτε) με παλιότερα:

Α) η πλήρης απουσία τους -πέρα από ορισμένους ριζοσπαστικοποιημένους/πολιτικοποιημένους- στον αγώνα των φοιτητών που έλαβε χώρα μόλις τρεις μήνες μετά την απεργία, από το Γενάρη ως το Μάρτη του 2007. Δεν μιλάμε για την απουσία της ΔΟΕ, αλλά κυρίως για την απουσία διεργασιών στη βάση των δασκάλων, διαδικασιών που είχαν ως σκοπό τη στήριξη του αγώνα των φοιτητών. Αυτό φανερώνει πως η απεργία μας ήταν περισσότερο συντεχνιακή-κλαδική παρά τις προσπάθειες για κοινωνικότητα-καθολικότητα που έγιναν (ειδικά από τις απεργιακές επιτροπές). Δηλαδή το περιεχόμενο της απεργίας, αν και έθετε ζητήματα που γενικά αφορούν όλη την εργατική τάξη (λιτότητα, ασφάλιση, κοινωνικός μισθός κτλ.) καθώς και όλη την εκπαίδευση (αξιολόγηση-μετρησιμότητα-εντατικοποίηση, επιχειρηματικοποίηση κτλ.), κωδικοποιήθηκε σε επίπεδο δασκάλων και δεν μπόρεσε να γίνει πραγματική «σύνδεση» με το τι γίνεται σε άλλα κομμάτια της εκπαίδευσης και της εργατικής τάξης.

Ακόμα, οι ίδιοι οι απεργοί δέχθηκαν οι περισσότεροι το περιεχόμενο της ΔΟΕ και «δεν το πήγαν παραπέρα» Μπορεί να ακούγονταν παράπονα για το πώς διατυπώνονταν τα αιτήματα, για το πώς αναλύονταν (π.χ. το ζήτημα της υποχρηματοδότησης ή της αξιολόγησης) αλλά η βάση δεν «ξέφυγε» ως προς το περιεχόμενο από τις γενικές κατευθύνσεις των αιτημάτων (δεν έγινε παρά ελάχιστη π.χ. συζήτηση και κριτική στο περιεχόμενο της εργασίας του δασκάλου, στο τι διδάσκω και πως). Μπορεί να φαινόταν υπόρρητα το ζήτημα της αλλοτρίωσης που βιώνει ο δάσκαλος στο απαξιωμένο (υλικά και νοηματικά) εκπαιδευτικό σύστημα (οι δάσκαλοι π.χ. στο Σύνταγμα τραγουδούσαν το The Wall των Pink Floyd, τον ύμνο της από-σχολειοποίησης!!!, φώναζαν «και μια, και δυο, και δέκα εβδομάδες, εμείς θα απεργούμε ως το 3000» ή «δεν είμαστε καλά-δεν έχουμε μυαλό, σας χαρίζουμε και τον άλλο τον μισθό») αλλά όλο αυτό το συναίσθημα που έδειχνε την άρνηση της επιστροφής στη μιζέρια της τάξης και της καθημερινότητας και βαθύτερα την αλλοτρίωση της εκπαιδευτικής εργασίας και τους εκπαιδευτικού συστήματος, αυτή η άρνηση, έμεινε «στα βάθη των ψυχών μας» και δεν έγινε ρητό περιεχόμενο εκ μέρους μας. Η απεργία ήταν λοιπόν -κατά τη γνώμη μου- έκφραση μιας ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ κατάστασης: του «ειδικού», του «τεχνίτη», που αρχίζει πια και νιώθει «ανειδίκευτος», «αναλώσιμο γρανάζι», της κίνησης από την «τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο» (που ισχύει σήμερα στους δασκάλους) προς την «πραγματική υπαγωγή» που προωθείται όλο και περισσότερο με την τυποποίηση-ποσοτικοποίηση-εντατικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, του ξεσπάσματος από τον «απαξιωμένο» μισθωτό που νιώθει και «αλλοτριωμένος» μισθωτός. Θεσμικά, δημόσια, με τα αιτήματα, με τα πανό, εκδηλώθηκε το πρώτο: η απαξίωση. Συναισθηματικά και μόνο υπόκωφα εκδηλώθηκε και το δεύτερο, η αποξένωση από το σχολείο, η αλλοτρίωση[35].

Β) η πλήρης αδυναμία να αντιμετωπιστεί στις αρχές της επόμενης χρονιάς το πέρασμα της λειτουργίας νηπιαγωγείων σε ιδιώτες και δήμους (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2007). Το ζήτημα των νηπιαγωγείων αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως «ζήτημα των νηπιαγωγών», κάτι που έδειξε ότι οι διαιρέσεις που αμφισβητήθηκαν με τον αγώνα επανεμφανίστηκαν.

Γ) η αδυναμία σοβαρής απεργιακής κινητοποίησης στη συγκυρία του Ασφαλιστικού, ειδικά τον Μάρτη του 2008[36].

Μόνο η σημαντική εναντίωση στα σχέδια της «αναπλήρωσης των χαμένων ωρών» ήταν μια ένδειξη δύναμης. Και μάλλον έχει να κάνει με το ότι το συγκεκριμένο ζήτημα συνδεόταν με τον ίδιο τον αγώνα της απεργίας, μάλλον δείχνει ότι οι εκπαιδευτικοί δεν ήθελαν να απαξιωθεί και η μάχη τους.

Η απεργία λοιπόν δεν ανέβασε το επίπεδο ενότητας-οργάνωσης-δύναμης του κλάδου σε σχέση με πριν το 2006. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της σφοδρής ήττας, αφού μετά από 6 εβδομάδες αγώνα σχεδόν τίποτα υλικό δεν επιτεύχθη. Αυτή είναι η μισή όμως αλήθεια. Η άλλη μισή είναι το πώς διεξάχθη αυτός ο αγώνας. Διεξάχθη -όχι μέσω των οργάνων αγώνα που έφτιαξαν οι ίδιοι οι απεργοί εκπαιδευτικοί- αλλά κυρίως με τη διαμεσολάβηση και εν τέλει ΕΠΑΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ της ΔΟΕ, της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας[37]. Οι απεργιακές επιτροπές έκαναν κυρίως δουλειά λάντζας (αφισοκόλληση, μοίρασμα προκηρύξεων κτλ.), δεν συντονίστηκαν, δεν έγιναν η ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΟΜΗ διαχείρισης της απεργίας, σε αντιπαράθεση με το Δ.Σ. της ΔΟΕ.

Η ευθύνη των Παρεμβάσεων είναι καταλυτική για αυτή την εξέλιξη και περιγράφτηκε παραπάνω. Από την αρχή της κήρυξης της απεργίας ως το κλείσιμο της περπάτησαν «στο σχοινί της ΔΟΕ». Και αυτή η επιλογή τους δεν έγινε χωρίς αντιφάσεις εντός τους. Πραγματικά η απεργία του 2006 αποτέλεσε την αρχή της κρίσης μέσα στις Παρεμβάσεις. Μιας κρίσης που εκδηλώθηκε πολύ έντονα πριν το Συνέδριο της ΔΟΕ το 2008 και μπορεί να κωδικοποιηθεί στο εξής δίπολο: «εκπροσωπούμε τον κόσμο, τους απεργούς» ή «είμαστε οι απεργοί, η αγωνιστική μειοψηφία». Εξηγούμαι: όσοι βλέπουν τον εαυτό τους ως εκπρόσωπο των απεργών, των δασκάλων, του κλάδου, έτειναν στην απεργία να κοιτούν το «μέσο όρο», τον «μέσο δάσκαλο και πόσο τραβάει». Με αυτή την οπτική, η συνέχιση της απεργίας και 7η εβδομάδα δεν είχε νόημα αφού «ο μέσος δάσκαλος-ψηφοφόρος που εκπροσωπούμε» έχει γυρίσει στην τάξη. Με αυτή την οπτική, «πράξαμε υπεύθυνα που ζητούσαμε το κλείσιμο του αγώνα και πιο νωρίς από την 6η εβδομάδα». Με αυτή την οπτική, «ο κλάδος δεν αντέχει άλλη μεγάλη απεργία για το Ασφαλιστικό το 2008». Όσοι, από την άλλη μεριά, βλέπουν τον εαυτό τους ως «εμείς είμαστε οι απεργοί, η δυναμική μειοψηφία που κινεί και παρασέρνει όλο τον κλάδο», ήθελαν να συνεχιστεί η απεργία, ο αγώνας, η άρνηση. Ήθελαν αγώνα στο Ασφαλιστικό, να μην το «καταπιούν αμάσητο». Δεν πρόκειται εδώ «για αριστερά ή δεξιά αντανακλαστικά», «για ρεφορμισμό ή υπερ-επαναστατικότητα», ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΑΛΛΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ: εκπρόσωπος του υποκειμένου (συντηρητικού ή αγωνιστικού) ή το ίδιο το αγωνιζόμενο υποκείμενο. Είναι άλλο να λες «δεν θέλω την απεργία γιατί ο κόσμος δεν τραβάει» και άλλο να λες «δεν θέλω πια να απεργήσω γιατί είμαι μόνος και δεν έχει νόημα να πάμε σε 7η εβδομάδα»… Αυτή την αντίφαση την είδα να την εκφράζουν πολλοί άνθρωποι και στο ζήτημα του Ασφαλιστικού: από τη μια να σκέφτονται «ο κόσμος δεν τραβάει και να μην κάνουμε απεργία διαρκείας» και από την άλλη να λένε «και να μην τραβάει ο κόσμος, εγώ θέλω και πιστεύω ότι πρέπει να αγωνιστώ για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως το Ασφαλιστικό». Είναι ο ίδιος άνθρωπος μάλιστα που μπορεί, τη μια στιγμή να σκεφτεί ως «εκπρόσωπος του κόσμου», και την άλλη ως «ο κόσμος που θέλει να αγωνιστεί»…

  • Τέλος, θα είναι και μέγα λάθος το συμπέρασμα ότι τίποτα δεν άλλαξε στον κλάδο. Τίποτα δεν μπορεί να είναι πια το ίδιο, αφού και μόνο η καταγραφή μιας τέτοιας μεγάλης απεργίας, ΣΑΝ ΕΜΠΕΙΡΑ ΑΓΩΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΙΤΗΛΗ. Άνθρωποι που ποτέ δεν απεργούσαν, βγήκαν στο δρόμο, ζητήματα της παιδείας που ποτέ δεν ακούγονταν, όπως τα σχολικά βιβλία, «βγήκαν στη φόρα», δάσκαλοι με γονείς ήρθαν για πρώτη φορά σε τόσο εκτενή διάλογο, τα ζητήματα του μισθού, της λιτότητας, της υποχρηματοδότησης, των ιδιωτικοποιήσεων κτλ. τέθηκαν ανοιχτά, διαφορετικά κομμάτια της εκπαίδευσης βρέθηκαν και πορεύτηκαν από κοινού στο δρόμο…Και βγήκε ένα συναίσθημα, ένα συναίσθημα μοναδικό…ένα συναίσθημα που κάποια στιγμή φάνηκε ότι εξέφραζε χιλιάδες άλλους, πέρα από τους εκπαιδευτικούς[38]...
  • Η απεργία ράγισε την εικόνα του «βολεμένου δασκάλου», του δάσκαλου που το μόνο που ξέρει είναι «να κάνει 3 μήνες διακοπές»[39], σήμανε στο Κράτος ότι τα μελλοντικά σχέδια της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης δεν θα περάσουν και τόσο εύκολα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πόρισμα του ΕΣΥΠ (Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας) που προωθούσε μεταρρυθμίσεις σε πρωτοβάθμια και κυρίως δευτεροβάθμια, «κόλλησε», και ότι ο στρατηγικός χαρακτήρας της αναδιάρθρωσης της δημόσιας εκπαίδευσης έλαμψε και απονομιμοποιήθηκε[40]...
  • Δεν μπορούμε να πούμε ότι η απεργία ανέβασε το επίπεδο της ταξικής πάλης, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά έδωσε μια πνοή, μια έμπνευση, «τάραξε τα λιμνάζοντα νερά». Σε συνδυασμό με τις μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις, αλλά και άλλες μάχες που διεξάγονταν το ίδιο διάστημα π.χ. λιμάνια, η απεργία άλλαξε τη διάθεση, το κλίμα στην κοινωνία και οδήγησε (και αυτή) στην όξυνση της «κρίσης νομιμοποίησης» των σημερινών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, των σημερινών κομμάτων εξουσίας (που έχουν φτάσει σε πρωτόγνωρο, ιστορικά, ναδίρ εκπροσώπησης/διαμεσολάβησης του κόσμου)...
  • Δεν μπορούμε να πούμε ακόμα ότι δημιουργήθηκε μια νέα κοινωνικότητα, μια νέα επικοινωνία μεταξύ του κλάδου και της «κοινωνίας» (άλλοι μισθωτοί). Αλλά διαφάνηκαν οι δυνατότητες που υπάρχουν για να γίνει αυτό με τον αγώνα. Όπως, και οι δυνατότητες να μπουν σε κριτική τα «ιερά και τα όσια» του εκπαιδευτικού συστήματος π.χ. η εθνική ιδεολογία. Ποιος ξέρει, ίσως το μέλλον να έχουμε ένα αγώνα που όχι μόνο θα δείξει ψήγματα άρνησης της αλλοτριωμένης εργασίας αλλά και άρνησης του αλλοτριωμένου ρόλου του εκπαιδευτή…Κάτι τέτοιο δεν είχε άλλωστε συμβεί το ’98, όταν μαθητές και εκπαιδευτικοί (έστω και λίγοι) έστηναν οδοφράγματα από κοινού απέναντι στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, ξεπερνώντας τελικά τους ρόλους της θέσης τους στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας;

mr_sun_light

7/10/2008

Θεσσαλονίκη



Αντί Επιλόγου: 5 τελευταία σημεία


1. Η απεργία των δασκάλων, όσο περίεργο και αν ακουστεί, είναι ουσιαστικά κομμάτι ενός νήματος αγώνων στην ελλαδική εκπαίδευση που ξεκινά από το Πολυτεχνείο του ’73 και φτάνει ως σήμερα. Ειδικότερα, και για το συγκεκριμένο κομμάτι της εκπαίδευσης που λέγονται «δάσκαλοι», οι εμπειρίες από τους αγώνες των καθηγητών τη δεκαετία του ’80 και ’90 και το «ξέσπασμα του κλάδου το ’97» αποτελούν την αγωνιστική εμπειρία που ζυμώθηκε η μεγαλύτερη απεργία που έκαναν ποτέ! Αυτοί οι αγώνες ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΟΥΝ κατά μεγάλη πιθανότητα καθότι: στην «κοινωνία της γνώσης», στην «οικονομία της πληροφορίας», αντικειμενικά ο κλάδος της εκπαίδευσης αποτελεί σήμερα έναν από τους ραγδαία αναπτυσσόμενους κλάδους, με μαζική πρόσληψη εργατών και με μαζικές αντιστάσεις. Πραγματικά, από 8 εκατομμύρια το 1950 οι εκπαιδευτικοί σήμερα έχουν ξεπεράσει τα 60 εκατομμύρια παγκοσμίως και συνεχώς αυξάνονται (στοιχεία της UNESCO). Και σε όλο τον κόσμο, από το Μεξικό ως την Πορτογαλία και τη Βουλγαρία, ξέσπασαν αγώνες των εκπαιδευτικών μετά την απεργία του 2006 (για να μη μιλήσουμε για την κοινωνική εξέγερση στην Οαχάκα του Μεξικού που ξεκίνησε από τις κινητοποιήσεις των μεξικανών δασκάλων). Ο κλάδος της εκπαίδευσης, στόχος των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, είναι αυτός που παγκόσμια γνωρίζει ΑΝΟΔΟ των απεργιών τις τελευταίες δεκαετίες, σε αντίθεση με τη γενική τάση μείωσης της ταξικής πάλης (εμπειρική απόδειξη υπάρχει στο Forces of Labor της Beverly Silver).


2. Η απεργία φανέρωσε τις δυνάμεις (και αδυναμίες) των δασκάλων σε σχέση με τη θέση τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας: τη δύναμη τους (λιγότερο δομική και περισσότερο οργανωτική/σχεσιακή), τις δυνατότητες (λιγότερο άμεσης/υλικής και περισσότερο έμμεσης/εξωτερικής) κυκλοφορίας του αγώνα τους μέσα στη νεοφιλελεύθερη συγκυρία.


3. Η απεργία φανέρωσε υποκειμενικές δυνάμεις και αδυναμίες των δασκάλων: α) τη «ριζοσπαστική μειοψηφία» που «παρέσυρε» όλο τον κλάδο και που αποτελεί σημαντική «εφεδρεία» για όλο το εργατικό κίνημα β) Τη «συναινετική πλειοψηφία» που έκανε τόσες μέρες απεργία που ούτε και αυτή δεν το περίμενε! Η πλειοψηφία δέχτηκε την απεργία και αυτό φαίνεται και από τη συμμετοχή στα συλλαλητήρια αλλά και από τη μαζική απόρριψη του σχεδίου αναπλήρωσης των «χαμένων ωρών» γ) Τη σημαντική «εμπειρία-για-αγώνα» που εκφράστηκε από τις απεργιακές επιτροπές: αυτές «κυκλοφόρησαν» τον αγώνα, αυτές τον «κοινωνικοποίησαν» δ) τον ασφυχτικό, θεσμικό (αριστερό και δεξιό) συνδικαλισμό και τις αδυναμίες αυτό-οργάνωσης των περισσοτέρων υποκειμένων αγώνα (είτε ανήκαν στη «ριζοσπαστική μειοψηφία», είτε στη «συναινετική πλειοψηφία»). Η διαχείριση του περιεχομένου και της μορφής του αγώνα έγινε περισσότερο από τους εκπροσώπους των απεργών παρά από τους ίδιους τους απεργούς. Η επανανομιμοποίηση της ΔΟΕ, ως «αγωνιστικής», είναι πια γεγονός, και αυτό δεν βοηθά την αυτό-οργάνωση της βάσης, τη συσσώρευση εμπειριών οργάνωσης και διαχείρισης ενός αγώνα από τους καθημερινούς εκπαιδευτικούς.


4. Η απεργία έθεσε σημαντικά ερωτήματα όπως: α) τι συνδικαλισμό, τι δράση θέλουμε; Των Δ.Σ. ή των ανοιχτών επιτροπών; Του «μέσου ψηφοφόρου» ή του απεργού; β) πως διαμορφώνουμε τις προτάσεις μας μέσα στους συναδέλφους, στον κλάδο; Από πού αντλούμε το περιεχόμενο των προτάσεων μας; Από την έρευνα με τους συναδέλφους, από τις γειωμένες επιθυμίες και συμπεριφορές της «ζωντανής» βάσης ή από έτοιμα θεωρητικά σχήματα; Έχει νόημα να νιώθει ο άλλος ότι έχει συνδιαμορφώσει το περιεχόμενο και τη μορφή του αγώνα; Έχει νόημα να νιώθει ότι υπάρχει κάτι επίδικο να παλέψει;


5. 4η ΕΒΔΟΜΑΔΑ: η εβδομάδα-κλειδί. Η εβδομάδα κορύφωσης αλλά και απαρχής υποχώρησης της απεργίας. Η εβδομάδα που η απεργία ήθελε αντι-στηρίγματα, που χρειαζόταν κοινός, διακλαδικός βηματισμός (και φυσικά συντονισμός). Δεν συνέβη. Οι καθηγητές δεν μπόρεσαν. Οι φοιτητές εγκλωβίστηκαν στην εξεταστική. Οι μαθητές «λίγοι» («αυτοί δεν είναι εργαζόμενοι» λέγονταν). Οι άλλοι εργαζόμενοι όμως «στριμωγμένοι στη γωνία». Και οι περισσότεροι δάσκαλοι να έχουν το περιεχόμενο του αγώνα τους «κωδικοποιημένο στην δική τους κατάσταση». Οι «κοινοί τόποι» υπήρχαν. Όμως οι «κοινοί τόποι» χρειάζονται «κοινή κωδικοποίηση», που γίνεται με ανοιχτές δομές ζωντανής κυκλοφορίας του αγώνα (ανοιχτές συνελεύσεις δασκάλων-καθηγητών-φοιτητών-μαθητών-εργαζομένων, κοινές επιτροπές, συντονισμό επιτροπών κ.α.). Έτσι ξεπερνάμε τους ρόλους και το συντεχνιασμό, και όχι μόνο με το να λέμε, γενικά και αφηρημένα, ότι π.χ. «το 5% για την Παιδεία μας αφορά όλους» και να προωθούμε το πανεκπαιδευτικό ή πανεργατικό μέτωπο μέσω των Δ.Σ. Έτσι, το 1995, οι σιδηροδρομικοί της Γαλλίας απέκρουσαν αντι-ασφαλιστικό νόμο, πραγματοποιώντας έναν μοναδικό αγώνα με ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ όπου δεν μαζεύονταν μόνο οι απεργοί αλλά και άλλοι εργαζόμενοι, άνεργοι, φοιτητές, νοικοκυρές, συνταξιούχοι!!





[1] Αυτά τα στοιχεία παρουσιάστηκαν στην Καθημερινή της Παρασκευής 20/10/2006. Όλος ο πίνακας βρίσκεται στο Παράρτημα. Τα ποσοστά του Υπουργείου που αναφέρονται σίγουρα είναι μικρότερα από την πραγματικότητα, αφού: α) πιθανότατα το Υπουργείο «ρίχνει» κάπως τα ποσοστά β) εντάσσουν πολλούς διευθυντές/προϊσταμένους/διοικητικούς που συντάσσονται με το Υπουργείο πλήρως και είναι «αναμενόμενο» να μην απεργούν. Τα ποσοστά που είναι σε παρένθεση από εδώ και πέρα, είναι αυτά που έδωσε το Υπουργείο.

[2] Δύο πολύ κρίσιμες παρατηρήσεις από ριζοσπαστική σκοπιά:

α) «Οκ, 5% του ΑΕΠ στην Παιδεία και 1400 ευρώ για το δάσκαλο: Ποιος θα τα πληρώσει;». Πολλοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα το έθεσαν. Τόσο η Παιδεία όσο και ο δάσκαλος χρηματοδοτούνται από Κρατικό εισόδημα, τουτέστιν, φόρους (και) μισθωτών, (και) συνταξιούχων κτλ. Πως γνωρίζουμε λοιπόν ότι το (κάθε) 1400αρι δεν θα βγει από την αφαίμαξη των υπόλοιπων μισθωτών; Οι Παρεμβάσεις έπρεπε κατά τη γνώμη μου, έστω και στοιχειωδώς, να βάλουν το «χρηματοδότηση από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων, τραπεζών, εργοδοτών κτλ». Αν έμπαινε αυτό ξεκάθαρα, θα υπήρχε πολύ μεγαλύτερη κοινωνική στήριξη (αλλά μικρότερη μηντιακή και πιθανότατα η ΠΑΣΚ να μην το στήριζε ήδη από το Συνέδριο της ΔΟΕ τον Ιούνη). Αυτό εντάσσεται στα προβλήματα ενός αγώνα που οργανώνεται επί τω πλείστων με συνδικαλισμό και συμμαχίες «κορυφής».

β) «Οκ, να χρηματοδοτηθεί η Παιδεία. Αλλά ποια Παιδεία βρε παιδιά; Αυτή που μιλά για το ωραίο μας Έθνος, τον Χριστό κτλ.» Δυστυχώς όμως το κίνημα (δασκαλικό-εργατικό) δεν είναι σε θέση στην παρούσα ιστορική στιγμή να βάλει τέτοια ζητήματα κριτικής της αστικής εκπαίδευσης με μαζικό τρόπο, με όρους πραγματικής κοινωνικής απήχησης, δυσκολεύεται ήδη στο να βάλει άλλα πιο πρωτόλεια ζητήματα όπως η αύξηση του εργατικού μισθού. Μόνο μια μερίδα ριζοσπαστών εργαζομένων και οι αριστερές παρατάξεις βάζουν το ζήτημα κριτικής της αστικής εκπαίδευσης και καλά κάνουν, αλλά πρέπει να πούμε ότι η ανταπόκριση που έχει αυτή η κριτική στις συνειδήσεις του κόσμου (εκπαιδευτικών και κυρίως μη εκπαιδευτικών) είναι πολύ μικρή, προϊόν της υποχώρησης του ευρύτερου εργατικού-αντικαπιταλιστικού κινήματος.

[3] Δυστυχώς το πολύ κομβικό ζήτημα του μπλοκαρίσματος της αναδιάρθρωσης στην Εκπαίδευση, δηλαδή του μπλοκαρίσματος της «αξιολόγησης-κατηγοριοποίησης των σχολείων-εκπαιδευτικών-μαθητών» αναδείχθηκε ελάχιστα, μέσα και έξω από τον κλάδο Ακόμα και το ζήτημα της υποχρηματοδότησης, πρωτεύον για πολλούς, δεν συνδέθηκε με την κίνηση της αναδιάρθρωσης. Παρολαυτά είναι ξεκάθαρο πως η υποχρηματοδότηση των σχολείων από το Κράτος είναι ξεκάθαρα η προϋπόθεση και ο στόχος ταυτόχρονα της μεταρρύθμισης, του «εκσυγχρονισμού»: δηλαδή το σχολείο είναι σήμερα φτηνό/φτωχό και πρέπει να μείνει έτσι, γιατί το φτωχό και εντατικοποιημένο-αξιολογημένο σχολείο θα είναι αναγκασμένο να ψάχνει τους χορηγούς του, να λειτουργεί σαν επιχείρηση, ώστε μέσα από την κούρσα του ανταγωνισμού να ανέλθει στη λίστα αξιολόγησης των σχολείων και να πάρει κάποια Κρατική/Δημοτική χρηματοδότηση. Το παράδειγμα του Αγγλοσαξωνικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι προ των πυλών.

[4] Οι μόνοι ίσως που το πίστευαν ήταν «χειραφετημένοι» δάσκαλοι. Στην Αθήνα έμαθα ότι το αίτημα ήταν πολύ πιο «προσιτό» για τον κόσμο, και αυτό σίγουρα έχει να κάνει με το υψηλότατο κόστος ζωής.

[5] Η ρητή διαπίστωση του «λίγου» μισθού των άλλων και του «πόσα πολλά ζητάμε εμείς ρε παιδιά», ήταν ταυτόχρονα και μια υπόρρητη διαπίστωση του «λίγου» ταξικού ανταγωνισμού που υπάρχει εκεί έξω, και του «πολύ» ταξικού ανταγωνισμού που «διακηρρύτουμε-ζητάμε εμείς ως συνδικάτο-κλάδος». Οι δάσκαλοι της βάσης, οι καθημερινοί εργαζόμενοι, είχαν εικόνα για το (χαμηλό) επίπεδο της ταξικής πάλης (ακόμα και ας μην την ονόμαζαν έτσι), ήξεραν ότι «δεν παίζει κάτι» από τους άλλους εργαζόμενους και για αυτό ήταν επιφυλακτικοί. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν η «απογείωση» των αιτημάτων με βάση το επίπεδο της ταξικής πάλης έκανε τα αιτήματα «απογειωμένα» και στη συνείδηση πολλών εκπαιδευτικών.

[6] Χρησιμοποιώ τον όρο «ζωντανή» βάση γιατί κυριολεκτικά υπάρχει και «πεθαμένη», δηλαδή άνθρωποι που ούτε καν θα κάνουν τον κόπο να απαντήσουν σε ένα ερωτηματολόγιο που θα τους ρωτά ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν. Η εργατική έρευνα (σε οποιονδήποτε κλάδο) θα πρέπει πρώτα και κύρια να γίνεται με τους «ζωντανούς» συναδέλφους.

[7] Μέτρο εννοώ κάτι ποσοτικό π.χ. 5% για την Παιδεία, 1400 ευρώ μισθό κτλ. Δυστυχώς οι αγώνες βάζουν (από τη φύση του καπιταλιστικού κόσμου στον οποίο διεξάγονται) το ζήτημα ποσοτικά. Πρωταρχικό μέλημα μας δεν πρέπει να είναι το να τα βάζουμε ποσοτικά αλλά ποιοτικά. Έτσι π.χ. το «να ζούμε με αξιοπρέπεια από το μισθό μας και μόνο» ή «το να μην κάνεις δεύτερη δουλειά» είχε πολύ μεγαλύτερη απήχηση και δυναμική στους συναδέλφους από το 1400. Και αν τελικά το φέρνει η συγκυρία να βάλουμε ως υποκείμενα αγώνα ένα ποσοτικό όριο, ε τότε ας είναι αυτό πολύ κοντά στο μέτρο που φαίνεται να βάζει η βάση -και ας είναι αυτή που θα μας ξεπεράσει! Για να δεις που κινείται πάνω-κάτω αυτό το μέτρο απαιτείται εργατική έρευνα (συνεντεύξεις με συναδέλφους, ερωτηματολόγια κτλ), κάτι που λείπει τελείως από την κουλτούρα της συνδικαλιστικής Αριστεράς (η οποία πάντα «ξέρει» όχι μόνο τί απασχολεί τη βάση αλλά και το βαθμό: 1400, 1800, 1200 κ.ο.κ.).

[8] Ενδεικτικά, οι απασχολούμενοι είναι 3.632.000 το 1991 και ανεβαίνουν σταθερά και συνεχώς για να φτάσουν το 2005 τους 4.381.000.

[9] Υπήρξε βέβαια και μια διαδικασία γυναικείας και νεολαιίστικης χειραφέτησης από τα κάτω, από τη μεταπολίτευση και μετά, που εκδηλωνόταν έντονα με την άρνηση των παραδοσιακών ρόλων, την ανάγκη για οικονομική αυτοτέλεια των ατόμων και την είσοδο στην αγορά εργασίας. Αυτή η δεύτερη είσοδος στην αγορά εργασίας (μια πρώτη έγινε στα τέλη ’70, αρχές ’80) έγινε από πολλούς νέους και πολλές γυναίκες χωρίς να βάλουν ως προαπαιτούμενο τη ρυθμισμένη και σταθερή απασχόληση. Δηλαδή τα εν λόγω υποκείμενα ήταν έτοιμα να δουλέψουν και άτυπα, για πολλούς και πολλές ήταν βολική η άτυπη απασχόληση.

[10] Π.χ. από το 1993 ως το 2005 (μια χρονιά πριν την απεργία) το εργατικό δυναμικό έχει αυξηθεί κατά 736.000 ανθρώπους. Οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 666.000 και οι άνεργοι, αναλογικά με τους απασχολούμενους, κατά 70.000. Ο ελληνικός καπιταλισμός ενώ «έχασε» 245.000 θέσεις στον πρωτογενή τομέα (που μάλλον πολλές δεν χάθηκαν αλλά καλύφθηκαν από τη «μαύρη» εργασία των μεταναστών), «κέρδισε» 82.000 στο δευτερογενή (λόγω της μεγάλης αύξησης στις κατασκευές -106.000) και 827.000 στον τριτογενή (όπου στην ουσία δημιούργησε περίπου 854.000 θέσεις) ! Αποτέλεσμα, να έχει φτιάξει πλεόνασμα 666.000 θέσεις εργασίας μέσα σε αυτά τα χρόνια, αύξηση κατά 18% των απασχολούμενων. Στοιχεία κυρίως από: «Το εκπαιδευτικό επίπεδο στους κλάδους της οικονομίας και οι μεταβολές του (1993-2005»). Γ.Κρητικίδης, Ενημέρωση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Τεύχος 129, Ιούνιος 2006.

[11] Από τις 936.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν από το 1993 ως το 2005:

Οι 130.000 ήταν στο λιανικό εμπόριο (αύξηση κατά 34% από το 1993 ως το 2005),

Οι 126.000 (που σημαίνει διπλασιασμός) στις «άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες»

Οι 111.000 στην εκπαίδευση (αύξηση 55%),

Οι 100.000 στα ξενοδοχεία-εστιατόρια (50%),

Οι 76.000 στη δημόσια διοίκηση-άμυνα-υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (28%),

Οι 65.000 στην υγεία και την κοινωνική μέριμνα (42%),

Οι 43.000 στο οικιακό προσωπικό (τριπλασιάστηκε),

Οι 18.000 στην πληροφορική (μικρός απόλυτος αριθμός αλλά ενδεικτικά έχουμε

τετραπλασιασμό των εργαζομένων!).

Στοιχεία από: «Το εκπαιδευτικό επίπεδο στους κλάδους της οικονομίας και οι μεταβολές του (1993-2005»). Γ.Κρητικίδης, Ενημέρωση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Τεύχος 129, Ιούνιος 2006.

[12] Πάντα η «μαύρη εργασία» ήταν χαρακτηριστικό του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά είχε ρυθμιστεί κάπως τη δεκαετία του ’80. Η επανεμφάνιση της «μαύρης εργασίας» από τις αρχές του ’90 μπορεί να «διαγνωστεί» από την απάντηση σε δύο ερωτήματα: α) Πως συντηρείται ένας υπερπληθυσμός που ζητά δουλειά; β) Πως οι μισοί άνεργοι γίνεται να είναι μακροχρόνιοι (πάνω από χρόνο) όταν το επίδομα ανεργίας είναι της πείνας και διαρκεί για λίγο διάστημα; Πέρα από το υποστηρικτικό δίκτυο της οικογένειας είναι βέβαιο ότι έχουμε πολύ «μαύρη» εργασία. Σήμερα, τα πορίσματα του ΙΚΑ «εκτιμούν την ανασφάλιστη εργασία σε επίπεδα της τάξεως του 25%» («Ανατροπές στο χρόνο εργασίας», Λ.Κρέτσος, Ενημέρωση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, τεύχος 130, Ιούλιος-Αύγουστός 2006). Σε έρευνα για τους μετανάστες στην Αττική, το 20,62% των μεταναστών δηλώνουν ανασφάλιστοι («Έρευνα για τις μορφές κοινωνικής ένταξης των οικονομικών μεταναστών στην περιφέρεια της Αττικής, 2003-2004», ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Περιφέρεια Αττικής, Αθήνα, 2004). Τέτοια ποσοστά είναι ενδεικτικά της άφθονης «μαύρης» εργασίας που υπάρχει στην Ελλάδα. Η ΠΟΠΟΚΠ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής) υπολογίζει ότι σήμερα 1 000 000 άνθρωποι που εργάζονται είτε πλήρως είτε μερικώς, είναι ανασφάλιστοι! (δες και www.popokp.gr )

[13] Η νόμιμη προσωρινή και μερική απασχόληση δείχνει αυξομειώσεις μέσα στο ’90. Το σημαντικό είναι ότι θεσμοθετείται και επεκτείνεται με κινήσεις του ίδιου του Κράτους. Για ένα χρονικό της θεσμοθέτησης της «ευελιξίας» δες «Ανατροπές στο χρόνο εργασίας», Λ.Κρέτσος, Ενημέρωση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, τεύχος 130, Ιούλιος-Αύγουστος 2006.

[14] Δες και «Απασχόληση και εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα: Πραγματικότητα-Τάσεις-Προοπτικές», Τετράδια του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, ειδικό τεύχος, Οκτώβρης 2002.

[15] Για το χρόνο εργασίας δες «Ανατροπές στο χρόνο εργασίας», Λ.Κρέτσος, Ενημέρωση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, τεύχος 130, Ιούλιος-Αύγουστος 2006.

[16] Το δόγμα των «μεταρρυθμίσεων» της ΝΔ δείχνει ξεκάθαρα πως στόχος είναι να αναδιαρθρωθεί «επιτέλους» ο δημόσιος τομέας: πρέπει να περάσει πια και εκεί η αναδιάρθρωση, με αλλαγή π.χ. του κανονισμού στις ΔΕΚΟ, με την αξιολόγηση-ιδιωτικοποίηση στην εκπαίδευση, με την ιδιωτικοποίηση δημόσιων κοινωφελών δομών π.χ. λιμάνια, ΟΣΕ κ.α.

[17] Δες και «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια Έκθεση ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Αύγουστος 2007» όπου παρουσιάζονται οι μισθοί στην Ελλάδα. Ειπώθηκε και προηγουμένως ότι 41% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα παίρνει μέχρι 750 ευρώ καθαρά. Το 35,9% παίρνει από 750 ως 1000, το 14,1% παίρνει από 1000 μέχρι 1250 και μόνο το 9% ξεπερνά τα 1250.

[18] Είναι κατακόρυφη, από τη στιγμή που η τάση των δημοσίων δαπανών είναι να μειώνονται συνέχεια.

[19] Για να μην παρεξηγηθώ, με το «συντονισμένο» δεν υπονοώ ότι χρειάζεται ένα «κεντρικό όργανο» τύπου ΓΣΕΕ ή ΠΑΜΕ που θα πει «τωρα αγωνιζόμαστε όλοι μαζί, τώρα όχι». Εννοώ πως η κίνηση κάθε κλάδου/χώρου, αν θέλει πραγματικά να νικήσει, θα πρέπει να υπολογίζει και κυρίως να επιδιώκει, να ζητά την κίνηση και άλλων.

[20] Βοηθά μόνο τη «γενική πολιτική καταδίκη των κυβερνήσεων, του νεοφιλελευθερισμού»: παρηγοριά στον άρρωστο θα λέγαμε, αφού εδώ και 15 χρόνια ο εργαζόμενος ζει και ξέρει πια καλά στο πετσί του το νεοφιλελευθερισμό (ακόμα και αν δεν τον ονομάζει έτσι) και θέλει υλικά-πραγματικά να κάνει κάτι, να τον αντιμετωπίσει, να καλυτερέψει τη ζωή του. Άλλωστε οι εργαζόμενοι καταφάσκουν στο νεοφιλελευθερισμό και τον θεωρούν μονόδρομο, όχι τόσο γιατί έχουν «ιδεολογικά αλωθεί», γιατί έχουν «στρεβλή» συνείδηση, αλλά γιατί πρώτα έχουν υλικά-πρακτικά ηττηθεί.

[21] Υπάρχει και η άποψη ότι αυτό που κυρίως έφταιγε για το ότι δεν συνδέθηκαν άλλοι εργαζόμενοι μαζί μας ήταν η απουσία συγκρότησης και αγώνα στους άλλους χώρους/κλάδους. Αυτό είναι πάρα πολύ σωστό, αλλά το θέμα είναι –από τη μεριά μας σαν κλάδος- τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε τη σύνδεση. Αναμφίβολα και τα πιο «κοντινά-στους-άλλους-εργαζομένους» αιτήματα δεν είναι πανάκεια αν αυτοί οι ίδιοι δεν αποφασίζουν να κινηθούν για τα (κοινά) προβλήματα.

[22] Στην ουσία τα μεγάλα συγκροτήματα που στηρίζουν το ΠΑΣΟΚ έπαιξαν πολύ «υπέρ της απεργίας».

[23] Τόσο η στήριξη της ΑΔΕΔΥ, που από την τρίτη εβδομάδα της απεργίας κήρυττε 24ωρες απεργίες κάθε φορά που είχε μεγάλο συλλαλητήριο, όσο και της ΓΣΕΕ (που δεν κήρυξε ούτε μία απεργία), ήταν στην ουσία μικρή. Κάποια μικρά σωματεία που έχουν κινητικότητα και βρίσκονται πιο «έξω» από τη λογική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στήριξαν πιο έμπρακτα (όπως ο ΣΕΦΚ και το Σωματείο Βιβλίου-Χάρτου στην Αθήνα). Παρολαυτά οι δυνάμεις τους είναι μικρές. Γενικά, η μικρή στήριξη των σωματείων (πρωτοβάθμιων, δευτεροβάθμιων, τριτοβάθμιων, ΠΑΜΕ ή εκτός ΠΑΜΕ κτλ.) θα πρέπει καλύτερα να ερμηνευτεί με την κατάσταση του εργατικού κινήματος σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που αναλύεται παραπάνω και όχι μόνο με το σκεπτικό ότι «είναι γραφειοκράτες και για αυτό δεν στηρίζουν».

[24] Αυτή η συνεχιζόμενη αναφορά για «οικονομική αιμορραγία» (απ΄ όπου και αν ακούστηκε, μήντια ή απεργούς) ήταν για πολλούς (όχι όλους) και μια δικαιολογία για αναστολή της όποιας συμμετοχής. Ήταν δικαιολογία γιατί σε κανέναν δάσκαλο δεν είχαν «κόψει» ως τότε μισθό, και όποιος μισθός θα μειωνόταν, αυτός θα «κοβόταν» στο μέλλον. Δηλαδή, αν ο άλλος ήθελε πραγματικά να συμμετάσχει, θα μπορούσε να κάνει απλά έναν πιο «σφικτό» οικονομικό προγραμματισμό για να «βγει» στους επόμενους μήνες όπου θα έχανε τα χρήματα.

[25] Μετά τη μεγάλη απεργία του ’97 και τη μάχη των εξεταστικών κέντρων/ΑΣΕΠ το ’98, ο κλάδος των καθηγητών έχει απενεργοποιηθεί. Η συμμετοχή στην πρώτη διήμερη απεργία που κηρύχτηκε (2-3/10) θεωρήθηκε ικανοποιητική από ριζοσπάστες καθηγητές που έχουν εικόνα του κλάδου (αν και στις διαδηλώσεις πήγαν ελάχιστοι καθηγητές). Η μη συστράτευση (των ΠΑΣΟΚων) της ΟΛΜΕ με πενθήμερη την επόμενη εβδομάδα, με κοινό αγώνα, πέρα από το ότι έδειχνε πως οι ΠΑΣΟΚοι της ΟΛΜΕ κάνουν «πάσα» στους ΠΑΣΟΚους της ΔΟΕ για κλείσιμο («έ, αφού δεν έχουμε στήριξη ας το κλείσουμε», θα μπορούσε να πει ο Μπράτης), έδειχνε πως η βάση δεν ήταν τόσο ενεργή για να πει αυτή, μέσα από τις ΕΛΜΕ, «εμπρός, αγώνα τώρα μαζί με τους δασκάλους». Φυσικά, η απόφαση για μια νέα διήμερη απεργία «συμπαράστασης» αποθάρρυνε ακόμα περισσότερο όποιον καθηγητή είχε όρεξη να παλέψει πιο ενεργητικά και για τον ίδιο τον εαυτό του (και όχι για τους δασκάλους).

[26] Η αδυναμία συνάντησης των απεργιακών επιτροπών την τέταρτη εβδομάδα δεν έχει να κάνει μόνο με τη μη-θερμή στήριξη από μέλη των Παρεμβάσεων που ήταν σε απεργιακές επιτροπές, αλλά και από την τάση του κόσμου των επιτροπών (και μη) για «οπισθοχώρηση» (πάντα σε επίπεδο Θεσσαλονίκης).

[27] Αν και δεν είμαι στον κλάδο των καθηγητών για να κρίνω με ασφάλεια, φαίνεται ότι η ήττα του ’97, ο κατακερματισμός/διαιρέσεις σε πολλές ειδικότητες, η «αποσυμπίεση του εισοδήματος» με την παροχή ιδιαίτερων μαθημάτων κ.α. λόγοι, έχουν σημαντική επίδραση στους καθηγητές.

[28] Όπως όλοι γνωρίζουμε, στην Ελλάδα οι κλάδοι, όχι μόνο της Εκπαίδευσης, είναι κατά βάση ομοιοεπαγγελματικοί, δεν είναι πραγματικά κλαδικοί δηλαδή διεπαγγελματικοί. Έτσι, και στην Πρωτοβάθμια Δημόσια Εκπαίδευση και στη Δευτεροβάθμια, η συμμετοχή στον «κλάδο» βασίζεται στην ιδιότητα του να είσαι εκπαιδευτικός, να ασκείς εκπαιδευτικό έργο.

[29] Δες π.χ. την περίπτωση δίωξης του Συλλόγου Εργαζομένων στα Φροντιστήρια Καθηγητών (ΣΕΦΚ) στον Ιο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας http://www.iospress.gr/ios2006/ios20060917.htm

[30] Ενδεικτικά δείτε το ενημερωτικό φυλλάδιο του Σωματείου Μισθωτών Εκπαιδευτικών Θεσσ/κης στο Παράρτημα, τι ζητήματα βάζει και με τι γλώσσα: αντανακλούν πλήρως την κατάσταση.

[31] Δείτε π.χ. τις «άμεσες διεκδικητικές αιχμές» από την εισήγηση της ΟΛΜΕ προς τις Γ.Σ. στις 10/10. Βρίσκεται στο Παράρτημα.

[32] Εξαίρεση, όπως ειπώθηκε, λίγα μέλη του ΣΕΦΚ και της ΟΙΕΛΕ στην Αθήνα όπως και του ΣΕΦΙΕ και του ΣΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη.

[33] Αυτή η προσπάθεια ξεκίνησε την 5η εβδομάδα κατά βάση. Δες σχετικό κάλεσμα που επισυνάπτεται στο Παράρτημα, που αποδεικνύει παράλληλα ότι ποτέ δεν έγινε πραγματικό συντονιστικό των απεργιακών επιτροπών.

[34] Αν και διαφωνώ πλήρως με το ζήτημα της υποχρεωτικότητας της εκπαίδευσης, δεν θα επεκταθώ σε αυτό το κείμενο.

[35] Και εκδηλώθηκε κυρίως στην Αθήνα, όπου το ασφυκτικό αστικό της περιβάλλον (με τις αποξενωμένες σχέσεις, τη συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου και των σχέσεων λόγω των αποστάσεων/κυκλοφοριακού, την έλλειψη επαφής με το φυσικό περιβάλλον κ.α.) κάνει ακόμα πιο «επίπονα» τα χαρακτηριστικά της αλλοτριωμένης εργασίας.

[36] Εκτενή αναφορά για τη συγκυρία του Ασφαλιστικού και την κίνηση του κλάδου των δασκάλων μπορείτε να βρείτε σε άρθρο που έχω γράψει και έχει δημοσιευτεί στο http://rizospastes.blogspot.com/2008/04/blog-post_30.html

[37] Είναι χαρακτηριστικό πως μετά την απεργία ο Μπράτης «ξεσάλωσε» στο να την «βγαίνει από τα αριστερά» στις άλλες παρατάξεις. Το έκανε, και στο ζήτημα των νηπιαγωγείων, και στο ζήτημα του Ασφαλιστικού, και στο τελευταίο συνέδριο της ΔΟΕ τον Ιούνη του 2008. Δείτε χαρακτηριστικά την ανακοίνωση της ΠΑΣΚ στις 26/6/2008 για το τελευταίο συνέδριο της ΔΟΕ στο http://www.alfavita.gr/anakoinoseis/ank8628a.php

[38] Όπως όταν μπροστά από την πόρτα του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης, βροντοφωνάχτηκε το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», λες και ερχόταν από τα βάθη των αγώνων, έχοντας χάσει το γραφικό χαρακτήρα που τόσα χρόνια του έχουν δώσει…

[39] Αλήθεια, πόσο περίεργο ήταν οι…«βολεμένοι δάσκαλοι», αμέσως μετά τους…«τρεις μήνες διακοπές», να μην μπαίνουν στην τάξη τουλάχιστον για έναν ακόμα μήνα χάνοντας τον μισθό τους!!

[40] Μέχρι και η «παντοκράτειρα Μαριέττα» καταποντίστηκε μετά τις εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις. Και αυτό δεν είναι αμελητέο, διότι σημαίνει ότι οι ίδιοι οι «ψηφοφόροι της Δεξιάς» που παραδοσιακά την εξέλεγαν βουλευτή αποφάσισαν να μην την ψηφίσουν και να ψηφίσουν κάποιον άλλο από το κόμμα της ΝΔ.