Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Δάσκαλοι από την Ελλάδα για το κίνημα στην Ιταλία

Ακολουθεί μια ανάλυση της κατάστασης στην Ιταλία, όσον αφορά το εκπαιδευτικό μέτωπο, γραμμένη από δασκάλους και δασκάλες των Αθηνών. Το κείμενο μοιράστηκε σε Γενικές Συνελεύσεις Συλλόγων Δασκάλων της Αθήνας.


«ΑΝ ΜΑΣ ΜΠΛΟΚΑΡΟΥΝ
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ,

ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΜΠΛΟΚΑΡΟΥΜΕ
ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ»


«Δε θα πληρώσουμε εμείς την κρίση σας!», με αυτό το σύνθημα ξεκινήσαμε πριν από μερικές βδομάδες τις κινητοποιήσεις μας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza στη Ρώμη. Το σύνθημά μας έγινε διάσημο, πέρασε από στόμα σε στόμα, από πόλη σε πόλη. Από τους φοιτητές μέχρι τους προσωρινούς εργάτες, από τους εργαζόμενους μέχρι τους ερευνητές κανένας δε θέλει να πληρώσει για την κρίση, κανένας δε θέλει να εθνικοποιηθούν οι ζημίες των τραπεζών, τη στιγμή που χρόνια τώρα ο πλούτος αναδιανέμεται ανάμεσα σε λίγους.

Οι καταληψίες της La Sapienza, 22-10-08


Μια συνηθισμένη κουβέντα μέσα στον κλάδο μας εδώ και δεκαετίες ήταν το «πότε θα φτάσει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο υψηλό επίπεδο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών», ώσπου τα νέα που άρχισαν να έρχονται από τον «ευρωπαϊκό παράδεισο» δημιούργησαν σιγά-σιγά μια νέα συζήτηση: «πότε και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θα ακολουθήσει την κατρακύλα των ευρωπαϊκών».

Στην Ιταλία των πάλαι ποτέ «υψηλών στάνταρντς» πάντως οι απανωτές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων κατάφεραν να οδηγήσουν την ουσιαστική εκπαιδευτική εμπειρία στον πραγματικό της χώρο: στον αγώνα που διεξάγεται στο δρόμο.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Τζελμίνι (από το όνομα της υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι) μας υπενθύμισε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο ότι μπροστά στις άμεσες οικονομικές επιταγές του κέρδους καμιά σοσιαλδημοκρατική «κατάκτηση» και καμιά «παιδαγωγική καινοτομία» δεν είναι αιώνια. Δεν πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που διέπεται από κάποια παιδαγωγική αντίληψη, φυσικά, αλλά από το οικονομικό κριτήριο του «εξορθολογισμού των δαπανών του δημοσίου», όπως λένε οι ίδιοι οι εμπνευστές της. Το σχέδιο προβλέπει περικοπές στις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ύψους 7,8 δισ. ευρώ στα επόμενα 4 χρόνια. Οι μεγαλύτερες περικοπές αφορούν τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά, δηλ. τις βαθμίδες της εκπαίδευσης για τις οποίες κάποτε η Ιταλία καταλάμβανε μία από τις πρώτες θέσεις στον κόσμο σε επίπεδο δαπανών. Οι περικοπές πρακτικά σημαίνουν ότι 87.000 θέσεις εργασίας θα καταργηθούν στα δημόσια σχολεία, λόγω της μείωσης του εβδομαδιαίου σχολικού ωραρίου από 40 σε 24 ώρες και λόγω της επιστροφής στο καθεστώς του ενός δασκάλου ανά τάξη (στο πεντατάξιο ιταλικό δημοτικό σχολείο δίδασκαν 3 δάσκαλοι ανά 2 τάξεις ή 4 δάσκαλοι ανά 3 τάξεις, ενώ παράλληλα δούλευε και μεγάλος αριθμός βοηθητικού προσωπικού). Παράλληλα, εισάγονται νέοι πειθαρχικοί μηχανισμοί όπως οι ξεχωριστές τάξεις για παιδιά μεταναστών, η επανεμφάνιση της σχολικής ποδιάς και ο συνυπολογισμός της διαγωγής των μαθητών στον προβιβασμό τους στην επόμενη τάξη.
Όσον αφορά δε τα δημόσια Πανεπιστήμια, ο νέος νόμος προβλέπει τη μετατροπή τους σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Στην πράξη, αυτό σημαίνει την είσοδο των ιδιωτών όχι μόνο με την ιδιότητα του χρηματοδότη αλλά και του άμεσου διαχειριστή του Πανεπιστημίου· την κατάργηση της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας· την κατάργηση της «οροφής» στα δίδακτρα των Πανεπιστημίων· το πάγωμα των προσλήψεων του διδακτικού προσωπικού και την υπαγωγή του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού τους σε εργασιακές σχέσεις ιδιωτικού τομέα.

Ο νόμος, ο οποίος εισήχθη αρχικά ως προεδρικό διάταγμα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, ξεσήκωσε με την έναρξη της ακαδημαϊκής χρονιάς θύελλα αντιδράσεων. Στην πρωτοπορεία των κινητοποιήσεων βρίσκεται αδιαμφισβήτητα το κίνημα στα Πανεπιστήμια. Από τις αρχές Οκτώβρη και μετά οι ερευνητές, το προσωρινό προσωπικό και οι καθηγητές αρχίζουν να συμμετέχουν στις συνελεύσεις των φοιτητών και να ενώνονται με τις φοιτητικές συλλογικότητες. Οι πανεπιστημιακοί χώροι καταλαμβάνονται, η διεξαγωγή των μαθημάτων εμποδίζεται, ανοιχτά αντιμαθήματα οργανώνονται στις πλατείες των πόλεων, αποκλείονται δρόμοι και σιδηροδρομικοί σταθμοί, το κίνημα απλώνεται σε όλο το χώρο της πόλης.

Στις 17 Οκτωβρίου τα συνδικάτα βάσης (CUB, COBAS και SdL) καλούν σε γενική απεργία όλους τους εργαζόμενους στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Συμμετέχουν γύρω στα 2 εκατομμύρια εργαζομένων ενώ 500.000 άνθρωποι διαδηλώνουν στη Ρώμη. Τη νύχτα της 24ης Οκτωβρίου 1.000 φοιτητές εισβάλουν στο φεστιβάλ κιν/φου της Ρώμης με το σύνθημα «Αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί». Τα τρία ισχυρότερα συνδικάτα της χώρας, η CGIL, η CISL και η UIL βρίσκονται πλέον στην ουρά των αγώνων. Εάν μπορούσαν θα είχαν κλείσει το ζήτημα από την αρχή, αλλά η γενική πίεση καθώς και η επιτυχημένη αν και μειοψηφική απεργία των συνδικάτων βάσης στις 17/10 τα ανάγκασε να προχωρήσουν μία ημέρα μετά (!) την ψήφιση του νέου νόμου στη Γερουσία σε απεργία στο χώρο της εκπαίδευσης (σχολεία και Πανεπιστήμια), στις 30/10. Οι τρεις αυτές συνομοσπονδίες δεν έχουν ενιαία στάση απέναντι στα επιμέρους άρθρα του νόμου. Π.χ. η CISL και η UIL είναι υπέρ της μετατροπής των Πανεπιστημίων σε ιδιωτικά ιδρύματα, κατά τον ίδιο τρόπο που ευνοούν τις τοπικές διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά και αποδυναμώνουν το θεσμό των κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Τα συνδικάτα βάσης που ζητούν την κατάργηση του νόμου αυξάνουν τη δύναμή τους εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια των εργαζόμενων που δεν είναι ικανοποιημένοι από τη στάση των τριών συνομοσπονδιών.

Λόγω πάντως της συγκαταβατικής στάσης των τριών ισχυρότερων συνδικάτων οι μορφές αυθόρμητης διαμαρτυρίας στα σχολεία (π.χ. κοινές επιτροπές εκπαιδευτικών και γονιών, καταλήψεις δημοτικών σχολείων) δεν έχουν εξαπλωθεί και σε καμιά περίπτωση δεν έχουν αποκτήσει τη ριζοσπαστικότητα των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι οι μόνιμοι δάσκαλοι και καθηγητές δεν αισθάνονται ακόμα ότι απειλούνται, αν και είναι βέβαιο ότι σήμερα η συναίνεση των εκπαιδευτικών στα σχέδια της κυβέρνησης είναι εξαιρετικά χαμηλή.

Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει εκτεταμένη καμπάνια από τα ΜΜΕ ενάντια στους «λουφαδόρους» δασκάλους και δημόσιους υπαλλήλους, η υπόλοιπη εργατική τάξη είναι σιωπηρά αλληλέγγυα στον αγώνα των δασκάλων, των μαθητών και των φοιτητών. Πιθανόν οι μισθωτοί που έχουν παιδιά στο σχολείο να αισθάνονται αλληλέγγυοι επειδή ανησυχούν με την κατάργηση του ολοήμερου που τους δημιουργεί οικογενειακή αναστάτωση (πού θα πάνε τα παιδιά το απόγευμα;). Ούτε φυσικά μπορούν να κατανοήσουν την παιδαγωγική σημασία της επιστροφής στον ένα δάσκαλο ανά τάξη. Σήμερα, πολλοί συνειδητοποιούν ότι η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης, δηλ. ένα κομμάτι του κοινωνικού μισθού τους, υποβαθμίζεται.

Πράγματι, αυτή είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση της δεξιάς αισθάνεται να χάνει τη «λαϊκή» υποστήριξη. Είχε κατασκευάσει τη «λαϊκή» συναίνεση με όπλο τη συνεχή καμπάνια πάνω στο ζήτημα της ασφάλειας. Αυτή η καμπάνια εντάθηκε μετά την είσοδο της Ρουμανίας στην ΕΕ και τη μετακίνηση ενός εκατομμυρίου Ρουμάνων στην Ιταλία. Η συναίνεση αυτή δεν είναι εφήμερη· η θεσμική αριστερά όταν ήταν στην κυβέρνηση είχε ποντάρει επίσης στο πεδίο της ασφάλειας για να εξασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη. Επομένως, ο πολιτικός λόγος της δεξιάς είναι ισχυρός επειδή έχει πολλούς συμμάχους.

Για να καταλάβουμε λοιπόν το λόγο για τον οποίο το κίνημα στην Ιταλία είναι αδύναμο στους δασκάλους πρέπει να επισημάνουμε ορισμένα πράγματα που διαμόρφωσαν έναν αρνητικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στους εργαζόμενους από τη μια μεριά και το κράτος και το κεφάλαιο από την άλλη.

· Οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχαν προωθήσει την αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος και το είχαν βαφτίσει «σχολική αυτονομία». Αυτό σήμαινε ότι μεγάλο μέρος της υποχρηματοδότησης της εκπαίδευσης είχε μεταφερθεί στο δημοτικό/νομαρχιακό επίπεδο και οι προσλήψεις των αναπληρωτών και των ωρομισθίων (που αποτελούν περίπου το 25% της εκπαιδευτικής εργατικής δύναμης) γινόταν απευθείας από τις σχολικές επιτροπές. Άρα, ήδη οι κεντροαριστεροί είχαν προλειάνει το έδαφος για τις σημερινές μεταρρυθμίσεις του Μπερλουσκόνι.

· Τόσο το ΙΚΚ όσο και το ΙΣΚ (τα πάλαι ποτέ κόμματα της αριστεράς) είχαν δουλέψει συστηματικά ήδη από τη δεκαετία του ’70 ώστε να διασπαστούν οι αγώνες των εργαζόμενων και να εδραιωθούν οι δύο μορφές εργατικής δύναμης, οι μόνιμοι και οι προσωρινοί.

· Από την εποχή των «μολυβένιων χρόνων» παίζει το ζήτημα της ασφάλειας στην Ιταλία και της συσπείρωσης του κόσμου κάτω από τις «προστατευτικές» φτερούγες του κράτους. Ο Μπερλουσκόνι είναι απλώς το πιο πρόσφατο δημιούργημα αυτής της πολιτικής. Παλιά, ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν οι «ακροαριστεροί τρομοκράτες», σήμερα είναι οι «ξένοι», δηλ. οι μετανάστες εργάτες. Στη δαιμονοποίηση των τελευταίων έχει συμβάλει και η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους που έχει καταφέρει να στρέψει το ένα κομμάτι της εργατικής τάξης ενάντια στο άλλο.

Παρά τις δυσκολίες, ο αγώνας συνεχίζεται. Στις 7 Νοέμβρη οι φοιτητές –παρά το γεγονός ότι 3 μέρες πριν η κυβέρνηση ανέστειλε τις μεταρρυθμίσεις όσον αφορά το Πανεπιστήμιο σε μια προσπάθεια να διασπάσει το κίνημα– μπλόκαραν πάλι το κέντρο της πόλης και τους σταθμούς των τρένων στο Μιλάνο, την Πάρμα, την Πίζα και αλλού. Η επόμενη εθνική κινητοποίηση έχει οριστεί για τις 14 Νοέμβρη.

Είναι σαφές ότι αυτά που συμβαίνουν στην Ιταλία μας αφορούν άμεσα αφού κι εδώ εφαρμόζεται μια συνολική στρατηγική περιορισμού της αναδιανεμητικής λειτουργίας των δημόσιων δαπανών. Η κρίση αποτελεί το πρόσχημα για την αφαίρεση ενός μεγάλου τμήματος του «κοινωνικού κεφαλαίου» από την εργατική τάξη και τη μεταφορά του απευθείας στους κεφαλαιοκράτες. Τα 28 δισ. ευρώ προς τις τράπεζες θα αφαιρεθούν από τις τσέπες των μισθωτών καθώς και από την κοινωνική πρόνοια, τη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση.
Όπως και στην Ιταλία, έτσι και στην Ελλάδα τα συνδικάτα παίζουν τον ίδιο ακριβώς ρόλο: σιγοντάρουν τη νέα επίθεση του κεφαλαίου. Παρόλο το θόρυβο, η απεργία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (21/10) δεν είχε επιτυχία. Μήπως φταίνε πάλι οι εργαζόμενοι που «δεν τραβάνε»; Μπορεί. Αυτοί πάντως που σίγουρα δεν τραβάνε είναι οι ηγεσίες των συνδικάτων και του θεσμικού συνδικαλισμού, πράγμα που δεν μας προξενεί καμία εντύπωση αφού η επιβίωσή τους εξαρτάται από τη διατήρηση της ηγεμονίας κράτους και κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή απορρίπτεται από τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας η εισήγηση της ΟΛΜΕ για απεργία διαρκείας. Αλήθεια, ποιος πίστευε άραγε στην ειλικρίνεια αυτής της πρότασης; Μάλλον ούτε οι ίδιοι οι εισηγητές της. Τα γεγονότα του άμεσου παρελθόντος επιβεβαιώνουν ότι αυτές οι προτάσεις των Δ.Σ. ΟΛΜΕ-ΔΟΕ είναι προσχηματικές. Πέρσι, αυτοί που από το Νοέμβρη μέχρι το Γενάρη πρότειναν στις συνελεύσεις και το Δ.Σ. της ΔΟΕ απεργία διαρκείας ενόψει του ασφαλιστικού, βρέθηκαν το Φλεβάρη να υπονομεύουν την ίδια τους την πρόταση στα σχολεία και τις έκτακτες συνελεύσεις.


Αυτά που συμβαίνουν στην Ιταλία μας δείχνουν τι μας περιμένει. Πρέπει να μελετήσουμε με προσοχή τις μεταρρυθμίσεις στις άλλες χώρες της ΕΕ και την υπονομευτική δράση των συνδικάτων σ’ αυτές και να προετοιμαστούμε με οργάνωση από τα κάτω και την κατάλληλη στιγμή για τις μάχες του μέλλοντος χωρίς να επιτρέψουμε στους συνδικαλιστές να καίνε το χαρτί της απεργίας διαρκείας με φανφαρόνικες και σχεδιασμένες να μην πραγματοποιηθούν διακηρύξεις.

11/11/2008

Δάσκαλοι και δασκάλες από τους συλλόγους
Α' Αθήνας
Κερατσινίου-Περάματος
Ν. Σμύρνης
Περιστερίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: