Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Αύξηση Εργοδοτικών Ασφαλιστικών Εισφορών: Μόνη επίλυση του Ασφαλιστικού Ζητήματος


Η ταξικότητα της αστικής ασφαλιστικής επιχειρηματολογίας

Το κύμα των ασφαλιστικών ρυθμίσεων που δρομολογείται με την Έκθεση Ν. Αναλυτή και τις αντίστοιχες κυβερνητικές κατευθύνσεις για την προώθησή τους, είναι το τρίτο και καθοριστικότερο στην ιστορική διαδρομή από την αρχή της 10ετίας του 1990 (αυξήσεις ορίων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης των νομοθετικών ρυθμίσεων Σιούφα της ΝΔ στα 1990-93, νόμος Ρέππα του ΠΑΣΟΚ στην αρχή της τρέχουσας 10ετίας). Συνολικότερα επιχειρείται με την σύγχρονη αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των άλλων : Η αύξηση των χρονικών ορίων συνταξιοδότησης (αναπροσαρμογή ποσοστού αναπλήρωσης των συντάξιμων αποδοχών), ο περιορισμός των συντάξεων αναπηρίας, η αναθεώρηση του χαρακτηρισμού βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, η επίταση της ανταποδοτικότητας εισφορών και παροχών, η μετατόπιση του ασφαλιστικού συστήματος από το αναδιανεμητικό σύστημα στο κεφαλαιοποιητικό κλπ. [ «Εισηγητική Πρόταση Ν. Αναλυτή», Καθημερινή 5-Οκτωβρίου-2007 ].
Η αστική επιχειρηματολογία που λειτουργεί υποστηρικτικά γι’ αυτήν την καταφανή παραπέρα αποψίλωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των μισθωτών εργαζομένων (από την πλευρά της κυβέρνησης της ΝΔ καθώς και του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ) συμπυκνώνεται στη διαπίστωση της συνεχούς διεύρυνσης του δημοσιονομικού ελλείμματος εξ αιτίας των συνεχώς διευρυνομένων αναγκών χρηματοδότησης των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων : Από την σημερινή συνολική δαπάνη συντάξεων των 23,8 δισεκ. ευρώ του 2007 (12,5% ΑΕΠ) στην εκτιμωμένη δαπάνη των 61,7 δισεκ. ευρώ το 2030 (19,6 % ΑΕΠ), μέχρι την δαπάνη των 99,5 δισεκ. ευρώ το 2050 (24,8% ΑΕΠ). Το επιχείρημα αυτό προβάλλεται παράλληλα μ’ εκείνο της σταδιακής «γήρανσης» του πληθυσμού και της προβλεπομένης συνεχούς μείωσης του λόγου εργαζομένων προς συνταξιούχους από το 3,74 του 2005 στο 2,54 του 2030 και τελικά στο 1,65 του 2050.
Αυτές οι διαπιστώσεις οδηγούν την αστική επιχειρηματολογία να υποστηρίζει ότι η εξυπηρέτηση αυτού του ογκούμενου δημοσιονομικού ελλείμματος επιφέρει αναπότρεπτα την μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης με αποτέλεσμα την επιβράδυνση των αναπτυξιακών ρυθμών, την ενίσχυση της ανεργίας και την οικονομική ύφεση. Άλλωστε οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από την επιχειρηματική εργοδοσία κρίνονται ήδη υπερβολικά υψηλές, και ήδη θεωρούνται ακόμη και στο σημερινό τους ύψος ως καθοριστικός παράγοντας μείωσης της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας, άρα κατά κανέναν τρόπο δεν μπορούν να προσαυξηθούν παραπέρα [ Μ. Ξαφά «Ασφαλιστικό : Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να επανεφεύρει την πυρίτιδα», Καθημερινή 1-Ιουλίου-2007].
Άρα, προκειμένου να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα και να παραμείνει υψηλή η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφαλαίου, και με δεδομένη την πολιτική βούληση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης για την ασφαλιστική ελάφρυνση της καπιταλιστικής εργοδοσίας, ο μόνος δρόμος που παραμένει ανοιχτός για την αστική εξουσία είναι η δραστική περιστολή του «κοινωνικού μισθού» της εργατικής τάξης και εν προκειμένω η σε βάθος αποψίλωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, με συνέπεια πλέον σήμερα την ολοσχερή αποδιάρθρωση του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος. Άλλωστε θεωρώντας την δέσμευση των ασφαλιστικών αποθεματικών σε κρατικούς τίτλους ως μηδενικής απόδοσης, προβάλλεται ανοιχτά (παρόλο το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων της περασμένης άνοιξης) ως διέξοδος η επέκταση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος και το πέρασμά τους στην διαχείριση ιδιωτικών εταιριών επενδύσεων, τουλάχιστον στο επίπεδο των αποθεματικών των επικουρικών ταμείων.


Η αναποτελεσματικότητα του ασφαλιστικού εξορθολογισμού

Βέβαια παράλληλα μ’ αυτά τα δραστικά μέτρα συντριβής των εργατικών ασφαλιστικών δικαιωμάτων προβάλλεται τόσο από τα αστικά αυτά κέντρα, όσο όμως και από φορείς του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος (αλλά και από ορισμένες αριστερές οπτικές) ένα σύνολο ρυθμίσεων και διευθετήσεων που αντιμετωπίζονται ως δευτερεύουσα παράμετρος κάλυψης του ασφαλιστικού κοινωνικού ελλείμματος. Έτσι προβάλλεται η ανάγκη πάταξης της εισφοροδιαφυγής των επιχειρήσεων, η κάλυψη των οφειλών του ελληνικού δημοσίου προς τα ασφαλιστικά ταμεία, οι οικονομίες κλίμακας με την ενοποίηση και το σύστημα ενιαίας λογιστικής μηχανοργάνωσης, η υποχρεωτική ασφάλιση όλων των εργαζομένων οικονομικών μεταναστών κλπ. [ ΠΟΠΟΚΠ «Οι 11 πληγές του ασφαλιστικού συστήματος», Εξπρές 31-Μαίου-2007 ]. Προφανώς ορισμένα απ’ αυτά τα μέτρα που προβάλλονται αμφίπλευρα, είναι σε θέση να αμβλύνουν στοιχειακά το ζήτημα των αναγκαίων «κοινωνικών πόρων», ωστόσο όμως δεν είναι σε θέση να το επιλύσουν στον κεντρικό του πυρήνα. Γιατί ακριβώς η επίλυση του κοινωνικού ασφαλιστικού ζητήματος δεν είναι πρόβλημα που αντιμετωπίζεται με διαδικασίες ορθολογικοποίησης της διαχείρισής του και οργανωτικών διευθετήσεων, που μόνον εντελώς δευτερεύουσες βελτιώσεις μπορούν να επιφέρουν. Ούτε προφανώς το ζήτημα επιλύεται με την επίκληση της προσαύξησης της συμμετοχής του κρατικού προϋπολογισμού στα ασφαλιστικά ελλείμματα, γιατί η πρόσθετη αυτή κρατική συμβολή δεν προέρχεται παρά από την επιπλέον έμμεση φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών εργαζομένων τάξεων, πρακτική που απλά ανακυκλώνει το ζήτημα και δεν το επιλύει. Όπως γίνεται φανερό και από την ίδια την αστική επιχειρηματολογία και πρακτική το ασφαλιστικό ζήτημα είναι πρωταρχικά πρόβλημα χρηματοδότησης, διασφάλισης κοινωνικών πόρων, και εδώ βρίσκεται το επίκεντρο, η τομή του ασφαλιστικού συστήματος με το κοινωνικό ζήτημα και τον ταξικό συσχετισμό των δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας.
Πραγματικά σ’ ολόκληρη την τελευταία περίοδο οι ελληνικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις κατέγραψαν και συνεχίζουν να εμφανίζουν μια δίχως προηγούμενο ανάπτυξη και επέκταση. Ήδη στην 8ετία 1996 – 2004 είχαν επιτύχει χάρις στην προηγούμενη κεφαλαιοκρατική ανασυγκρότηση (1986-1996) την ανάκαμψη της συσσώρευσης, την ενίσχυση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, την εκτίναξη της κερδοφορίας τους. Κι’ αυτό συνεχίστηκε σ’ όλη την πρόσφατη 4ετία όπου καταγράφηκε μια διαδοχική υψηλή κερδοφορία των εισηγμένων στο ΧΑΑ εταιριών. Και δεν πρόκειται βέβαια μόνον για την τετράδα των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες πέραν της ελληνικής αγοράς, έχουν πραγματοποιήσει μια φαντασμαγορική οικονομική επέκταση στις βαλκανικές οικονομίες, και μόνον στο πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρονιάς πραγματοποίησαν καθαρά κέρδη της τάξης των 3,06 δισεκ. ευρώ (αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη χρήση κατά 59%). Πρόκειται συνολικά για το εισηγμένο στο ΧΑΑ κεφάλαιο που καταγράφει αύξηση της κερδοφορίας του σ’ αυτό το πρώτο εξάμηνο του 2007 του επιπέδου του 31% και φτάνει σε καθαρή συνολική κερδοφορία 6,12 δισεκ. ευρώ έναντι των 4,67 δισεκ. ευρώ του 2006. [Α. Ντόκας «Τα κέρδη τρέχουν με τρεις ταχύτητες», Καθημερινή 1-Σεπτεμβρίου-2007]. Αλλά και πέρα απ’ αυτό διαπιστώνεται παράλληλα ότι τα συνολικά προ φόρων λειτουργικά – οργανικά κέρδη των 979 πιο κερδοφόρων βιομηχανικών επιχειρήσεων που ασκούν καθαρά παραγωγική μεταποιητική δραστηριότητα έφτασαν στα 3,47 δισεκ. ευρώ για το 2006, με πλέον κερδοφόρες τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις (14% των βιομηχανικών κερδών), τις τσιμεντοβιομηχανίες (13% της βιομηχανικής κερδοφορίας), τις επιχειρήσεις διατροφής (13% των κερδών) κλπ. [ Χ. Κορφιάτης «Η ελληνική βιομηχανία 2006 – 07», Ειδική έκδοση «Βιομηχανία», Ναυτεμπορική, Ιούλιος 2007 ].



Ο ταξικός πυρήνας του κοινωνικού ασφαλιστικού ζητήματος

Γίνεται κατά συνέπεια φανερό ότι για την πλήρη κάλυψη των αναγκαίων κοινωνικών ασφαλιστικών πόρων είτε θα αποψιλωθούν τα εργατικά ασφαλιστικά δικαιώματα (όπως υποστηρίζει εδώ και 10 χρόνια η Έκθεση Σπράου «Οικονομία και Συντάξεις», η πρόσφατη Έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία που παρουσίασε ο Α. Γκουρία και επανέφεραν οι Εισηγητικές Προτάσεις του Ν. Αναλυτή) είτε θα επιδιωχθεί από το εργατικό και αριστερό κίνημα η κοινωνικοποίηση ενός μέρους της υπέρμετρης σύγχρονης καπιταλιστικής κερδοφορίας. Άλλη λύση (ορθολογική διευθέτηση των ασφαλιστικών ταμείων, πρόσθετη κρατική φορολόγηση σε βάρος εκ νέου της μισθωτής εργασίας) ούτε υπάρχει, ούτε και είναι εφικτή, αλλά απεναντίας αποκρύπτει αυτή την θεμελιακή κοινωνική ταξική αντίθεση. Μόνον μ’ αυτή την επίλυση του ελλείμματος λειτουργίας του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος είναι δυνατό να καλυφθούν οι πρόσθετες ετήσιες κοινωνικές δαπάνες που ανέρχονται στο 1,1 δισεκ. ευρώ ετήσια για την επόμενη 5ετία και θα φτάνουν στα 2 δισεκ. ευρώ ετήσια για την επόμενη 10ετία.
Η διατήρηση και η αναγκαία αυτή προσαύξηση του «κοινωνικού μισθού» της εργατικής τάξης αντιπροσωπεύει σε κάθε περίπτωση την αναγκαία συμμετοχή του κόσμου της μισθωτής εργασίας στο αποτέλεσμα της συνεχούς καπιταλιστικής ανάπτυξης και υπέρμετρης κερδοφορίας της τελευταίας 10ετίας που καταγράφεται από όλες τις πλευρές (αστικές και μαρξιστικές). Και αυτό είναι το επίδικο ζήτημα της σύγχρονης διαπάλης ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΝΔ και στον ΣΕΒ από τη μια πλευρά και στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά από την άλλη. Αυτή η αναγκαία αλλαγή του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων δεν επιφέρει κατά κανέναν τρόπο την μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και οικονομίας στη βάση της πρακτικής της συνεχούς απομείωσης του μεριδίου της εργασίας στο συνολικό παραγόμενο προϊόν. Ολόκληρη αυτή η υπερδεκαετής καπιταλιστική ανάπτυξη βασίστηκε στην συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας της μισθωτής εργασίας (εντατικοποίησης και πειθαρχικής καταστολής της εργατικής τάξης) και παράλληλα τροφοδοτήθηκε από την συνεχή μείωση του πραγματικού εργατικού εισοδήματος (του οποίου η διατήρηση σε ένα ανεκτό επίπεδο τροφοδοτείται αποκλειστικά από την υπεραπασχόληση και την συστηματική προσφυγή στην υπερωριακή εργασία). Κατά συνέπεια, η συνολική αύξηση του «κοινωνικού μισθού» που προκύπτει ως αναγκαιότητα για την κάλυψη των ασφαλιστικών ελλειμμάτων δεν αντιπροσωπεύει παρά την αναγκαία αύξηση του μεριδίου της εργασίας (που έχει συρρικνωθεί) και την στοιχειώδη ανταμοιβή της μισθωτής εργασίας από την συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας.
Η λαϊκή εργατική στροφή προς τα αριστερά στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές αυτή την απαίτηση (μεταξύ άλλων) ρητά υποδηλώνει. Η ενισχυμένη πολιτικά ελληνική Αριστερά, το ταξικό εργατικό κίνημα, σε συνδυασμό με την ιστορική αποδιάρθρωση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας και την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ (κοινωνικά μειοψηφικής) είναι σε θέση να επιφέρουν αυτή την αποτελεσματική κοινωνική άμυνα (απόκρουση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης) και ταυτόχρονα να επιβάλλουν την νικηφόρα αντεπίθεση των εργαζομένων (αύξηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών).


ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ
Θεσσαλονίκη – Οκτώβριος 2007

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η ενισχυμένη πολιτικά ελληνική Αριστερά, το ταξικό εργατικό κίνημα, σε συνδυασμό με την ιστορική αποδιάρθρωση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας και την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ (κοινωνικά μειοψηφικής) είναι σε θέση να επιφέρουν αυτή την αποτελεσματική κοινωνική άμυνα (απόκρουση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης) και ταυτόχρονα να επιβάλλουν την νικηφόρα αντεπίθεση των εργαζομένων (αύξηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών).

----------------------------------

Πολύ "ωραία" ρεφορμιστικά/"αμυντικά" αιτήματα. Το "ριζοσπαστικό" του τίτλου του blog σας χάθηκε κάπου στην πορεία. Τίποτα για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής;

-----------------------------------
Και μια προβοκατόρικη ερώτηση.

Γράφεις [ ... η εξυπηρέτηση αυτού του ογκούμενου δημοσιονομικού ελλείμματος επιφέρει αναπότρεπτα την μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης ...]. Διαφωνείς με το επιχείρημα; (Δεν εννοώ με τις λύσεις που προτείνουν αλλά με το ίδιο το επιχείρημα).

Και μην μου πεις ότι η απάντηση στην ερώτηση μου είναι τα όσα αναφέρεις στην συνέχεια του κειμένου σου σχετικά με την κερδοφορία των ελληνικών επιχειρήσεων. Γιατί το κρίσιμο σημείο εδώ είναι η δική σου φράση [ ... στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης ...].

Ελευθεροτυπία 14.10.2007

Ο Ν. Γκαργκάνας, οι χώρες της Βαλτικής και η ελληνική οικονομία

Του Γ. ΑΓΓΕΛΗ

Με οικονομία... ανατολικής βαλτικής χώρας παρομοίωσε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος την εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Γιατί;

Είναι χώρες, όπως λέει η ετήσια έκθεση του ΔΝΤ που θα συζητηθεί σε μία εβδομάδα στην Ουάσιγκτον, με μεγάλη αστάθεια στις οποίες «οι μεγάλες εισροές κεφαλαίων προκαλούν ιδιαίτερες ανησυχίες επειδή συνδυάζονται με μεγάλα ελλείμματα στα ισοζύγιά τους». Τα ελλείμματα των ισοζυγίων των χωρών αυτών αγγίζουν το 20% του ΑΕΠ.

Της Ελλάδας φέτος θα περάσει το 14% του ΑΕΠ και τον επόμενο χρόνο θα είναι ακόμα υψηλότερο, όπως επιβεβαίωσε ο διοικητής της ΤτΕ κ. Νίκος Γκαργκάνας.

Η εικόνα αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις «ώριμες οικονομίες της ευρωζώνης», όπως ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος στην ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που κατέθεσε στη Βουλή υποστηρίζει ότι η ελληνική οικονομία διολισθαίνει σταθερά τα τελευταία χρόνια τόσο όσον αφορά την ανταγωνιστικότητά της έναντι των άλλων χωρών, όσο και σε σχέση με την παραγωγικότητα.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί τον καθρέφτη μιας οικονομίας καθώς δείχνει, ανάλογα με το αν είναι ελλειμματικό ή πλεονασματικό, το κατά πόσο η οικονομία αυτή ξοδεύει περισσότερα ή λιγότερα από όσα παράγει. Αν μια χώρα έχει έλλειμμα, το καλύπτει με δάνεια από το εξωτερικό, ενώ αν είναι πλεονασματική «αποταμιεύει» και επενδύει, ως κράτος και ως ιδιωτικός τομέας...

Στην έκθεση της ΤτΕ σημειώνεται ότι «η διεύρυνση του ελλείμματος του πραγματικού εξωτερικού ισοζυγίου περιορίζει τον ρυθμό ανάπτυξης κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες το 2006 και 1,5 μονάδα το 2007».

Και πώς καλύπτεται το έλλειμμα αυτό; Τα 2/3, χρηματοδοτούνται με εξωτερικό δανεισμό, με αποτέλεσμα «το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος δημοσίου και ιδιωτικού τομέα να φθάσει στο τέλος του 2006 στο 128% του ΑΕΠ...»....................

http://www.enet.gr/online/online_text/c=114,dt=14.10.2007,id=56846080